«Αν δεν αλλάξει, θα τον χωρίσω»: Πώς η αποδοχή στη σχέση οδηγεί σε αλλαγή

«Αν δεν αλλάξει, θα χωρίσω… Δεν μπορώ άλλο έτσι όπως είναι…». Φράσεις που ίσως έχουμε ακούσει, ξεστομίσει ή επαναλάβει σιωπηλά στον εαυτό μας. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι σε κάποια στιγμή κάθε σχέσης, γεννιέται η επιθυμία να αλλάξει ο άλλος. Πιστεύουμε ότι αν αλλάξει, θα έρθουμε πιο κοντά, θα ταιριάζουμε περισσότερο, θα επικοινωνούμε καλύτερα. Κι όμως, η πραγματική αλλαγή – όσο παράδοξο κι αν ακούγεται – δεν ξεκινά από την πίεση ή την απαίτηση, αλλά από την αποδοχή.

Η αποδοχή ως σημείο εκκίνησης

Πώς νιώθεις όταν κάποιος σε πιέζει να αλλάξεις; Όταν σου δείχνει – έστω και με “γλυκό” τρόπο – πως δεν είσαι αρκετός/ή έτσι όπως είσαι; Κι αντίστροφα, πώς νιώθεις όταν νιώθεις ότι ο άλλος σε αποδέχεται πλήρως; Ότι σε βλέπει, σε ακούει, σε νιώθει, χωρίς να σε κρίνει ή να προσπαθεί να σε «διορθώσει»;

Η αποδοχή λειτουργεί σαν καταλύτης. Όταν νιώθουμε αποδοχή, όταν αισθανόμαστε ασφαλείς και ελεύθεροι να είμαστε ο εαυτός μας, τότε δημιουργείται το πλαίσιο για να θέλουμε να αλλάξουμε, να βελτιωθούμε, να έρθουμε πιο κοντά. Όχι για να ικανοποιήσουμε τον άλλο, αλλά γιατί αναδυόμαστε μέσα από την αίσθηση της σχέσης και της σύνδεσης.

Η ψευδαίσθηση του «θα τον/την αλλάξω»

Για δεκαετίες – ή μάλλον αιώνες – επικρατούσε η πεποίθηση ότι ο/η σύντροφος «πλάθεται», «διαμορφώνεται», ειδικά αν είναι νέος/α, άπειρος/η ή «εύπλαστος/η». Ακόμα και σήμερα ακούμε φράσεις του τύπου: «Θα αλλάξει με τον καιρό». Και μπορεί όντως να αλλάξει – όμως όχι απαραίτητα όπως εμείς θέλουμε.

Η συνεχής πίεση, η κριτική, τα παράπονα, τα υπονοούμενα, η ειρωνεία, οι καυγάδες – όλα αυτά, αντί να φέρουν αλλαγή, φέρνουν άμυνες, απομάκρυνση και πόλωση. Ο άλλος αρχίζει να νιώθει ότι δεν είναι αρκετός. Ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει. Ότι αντί να είναι μέλος ενός «μαζί», βρίσκεται σε αντίπαλο στρατόπεδο.

Η σχέση παύει να είναι ασφαλής. Η εμπιστοσύνη διαβρώνεται. Και φυσικά, ούτε εμείς εξελισσόμαστε. Γιατί στην προσπάθειά μας να αλλάξουμε τον άλλο, χάνουμε τη δική μας αυθεντικότητα και μένουμε παγιδευμένοι/ες σε ένα φαύλο κύκλο σύγκρουσης και ματαίωσης.

Τι σημαίνει πραγματικά η αποδοχή;

Πολλοί μπερδεύουν την αποδοχή με την παραίτηση ή την ανοχή. Αλλά είναι τελείως διαφορετικά πράγματα.

Η ανοχή σημαίνει ότι καταπίνω, ότι υπομένω κάτι που με ενοχλεί χωρίς να το επεξεργάζομαι – συχνά με κόστος για τον εαυτό μου.
Η παραίτηση υποδηλώνει ότι εγκαταλείπω – είτε τις δικές μου ανάγκες, είτε τη δυνατότητα για ουσιαστική επικοινωνία.

Αντίθετα, η αποδοχή σημαίνει ότι αναγνωρίζω ποιος είναι ο άλλος, βλέπω τις διαφορές μας και συνειδητά επιλέγω να μην τις θεωρώ απειλή. Δεν σημαίνει ότι συμφωνώ με όλα, ούτε ότι παραιτούμαι από τα δικά μου όρια. Σημαίνει ότι σταματώ να πολεμώ και αρχίζω να κατανοώ.

Οι διαφορές που μας έλκουν… είναι και εκείνες που μας δοκιμάζουν

  • «Είναι πολύ εκφραστικός, αλλά με κουράζει με τα συναισθήματά του»

  • «Είναι ήρεμος και σταθερός, αλλά νιώθω ότι δεν μιλάμε ποτέ ουσιαστικά»

  • «Είναι λογικός, αλλά η τετράγωνη λογική του με εξαντλεί»

  • «Είναι ευαίσθητος, αλλά με πιέζει με την ανάγκη του για έλεγχο»

  • «Είναι πολύ σεξουαλικός, αλλά με πιέζει ζητώντας διαρκώς σεξ»

Πόσο συχνά αυτό που στην αρχή μας τράβηξε στον άλλον, αργότερα μας δυσκολεύει. Είναι όμως σημαντικό να δούμε αυτές τις διαφορές όχι σαν σφάλμα της επιλογής μας, αλλά σαν ευκαιρία για κατανόηση, σύνδεση και πραγματική ωριμότητα.

Και αν η αποδοχή μας οδηγήσει σε χωρισμό;

Ναι, υπάρχει και αυτή η πιθανότητα. Όταν αποδεχόμαστε πραγματικά τον άλλον, βλέπουμε με καθαρότητα ποιος είναι και ποιος είμαστε εμείς. Ίσως τότε να συνειδητοποιήσουμε πως, παρά την αγάπη ή τη σύνδεση, δεν μπορούμε να συμπορευτούμε. Ότι αν χρειάζεται να απαρνηθούμε βασικά στοιχεία του εαυτού μας για να μείνουμε μαζί, τότε δεν μιλάμε για αποδοχή αλλά για αυτο-εγκατάλειψη.

Η αποδοχή ότι μια σχέση δεν λειτουργεί μπορεί να είναι εξίσου λυτρωτική με την αποδοχή που ενισχύει μια σχέση. Μας απελευθερώνει από τη συνεχή μάχη, από την αυταπάτη ότι μπορούμε να «διορθώσουμε» τον άλλο. Μας επιτρέπει να προστατεύσουμε την ενέργειά μας, την αξιοπρέπειά μας και – τελικά – την ψυχική μας υγεία.

Ειδικά σε περιπτώσεις κακοποιητικών μοτίβων, η αποδοχή αυτή δεν είναι μόνο λυτρωτική αλλά και επιτακτική ανάγκη.

Η θεραπεία ζεύγους μπορεί να βοηθήσει σημαντικά σε αυτή τη διαδικασία. Να διαχωρίσουμε τη φαντασίωση από την πραγματικότητα, να κατανοήσουμε τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που δημιουργούν φαύλους κύκλους, να δούμε τον δικό μας ρόλο και να αποφασίσουμε – με επίγνωση – αν και πώς θέλουμε να συνεχίσουμε.

Μαρίνα Μόσχα
Ψυχοθεραπεύτρια – Συστημική Οικογενειακή Θεραπεύτρια
Ειδικός Ψυχικής Υγείας

Ακολουθήστε το tlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα.

Read More

And More

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232164