Γιάννης Ξανθόπουλος: «Έχω εισπράξει πάρα πολλή αγάπη στη ζωή μου»

Ο 17χρονος νικητής του «Rising Star» έχει πολλούς λόγους για να είναι ευτυχισμένος. Ο Γιάννης Ξανθόπουλος μεγαλώνει σε μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας -ίσως, για πολλούς, «επικίνδυνη» ή «παρεξηγημένη»- το Μενίδι, στις παρυφές της πόλης, σαν άλλη ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, εκεί από όπου -από κάποια μυστικά λοφάκια που μόνο οι ντόπιοι γνωρίζουν καλά- η Αθήνα δίνεται πιάτο στο μάτι (κάνοντας τ’ αγόρια να ονειρεύονται συχνά πώς η κατάκτησή της θα αφορούσε και τα ίδια που τη φαντάζονται σαν μια εκθαμβωτική γυναίκα με διαμάντια στο λαιμό), μαζί με έναν πατέρα που κάποτε εργαζόταν στα καράβια και τη μητέρα του να δουλεύει ως μαγείρισσα – άνθρωποι αυθεντικοί και ανθεκτικοί στα γεγονότα, καλά ή στραβά, και που η συγκίνησή τους, όταν όρθιοι παρακολουθούσαν τον γιο τους να ερμηνεύει διαπεραστικά στα κύτταρα του κοινού «Πού να εξηγώ» και «Θα ‘πρεπε», διέθετε περίσσια αγάπη. «Είμαι πολύ ευαίσθητος», θα πει στην προσφατη συνέντευξή του στο Down Town Κύπρου και τον Γιάννη Χατζηγεωργίου. «Δεν κλαίω εύκολα, αλλά είμαι ευσυγκίνητος. Νομίζω πως αυτό συμβαίνει με τους περισσότερους καλλιτέχνες».

Έχεις σκεφτεί ότι ίσως, λόγω της καριέρας που ανοίγεται μπροστά σου, να στερηθείς κάποια πράγματα που άλλοι συνομήλικοί σου, έφηβοι, να απολαμβάνουν;

Εφόσον έχω διαλέξει αυτό τον δρόμο, χρειάζονται θυσίες. Όμως, δεν με χαλάει κάτι, γιατί αυτή είναι η δουλειά που μ’ αρέσει να κάνω. Αυτή με γεμίζει σε όλα. Όταν έχω το τραγούδι, δεν θέλω κάτι άλλο.

Ανυπομονείς να μεγαλώσεις;

(νιώθει αμήχανα) Θα ‘θελα να μεγαλώσω λίγο ακόμα. Να μπορώ να κάνω κάποια πράγματα πιο ελεύθερα. Δεν ακούει ξένη μουσική, δεν λέει ξένα τραγούδια – η ψυχή του, μου εξηγεί, μιλάει μόνο ελληνικά «αυτά με εκφράζουν, μ’ αυτά σπαρταράει η καρδιά μου. Γι’ αυτό και μου αρέσει τόσο πολύ το πρώτο μου τραγούδι, το “Εδώ που φτάσαμε”». Επίσης του αρέσουν οι στιγμές της σιωπής του, ό,τι κάποιοι άλλοι ίσως να ονόμαζαν «μοναξιά» – όταν κάθεται με μια κιθάρα στον δρόμο και σκέφτεται στίχους ή μελωδίες πλάθοντας ένα μέλλον που μόνο ευοίωνο μπορεί να είναι. «Είμαι πολύ ευτυχισμένος όταν το κάνω αυτό!», παραδέχεται. Και πίνει μια γουλιά νερό.

Κάποιοι μας κοιτάνε περίεργα. Σκέφτομαι πώς είναι για τον ίδιο όταν του ζητάνε αυτόγραφα – γιατί του ζητάνε! «Είναι λίγο άβολο αυτό», λέει. «Είναι, όμως, μέρος της δουλειάς μας – και θέλω να ‘μαι λαϊκός τραγουδιστής και κοντά στον κόσμο. Γιατί είμαι λαϊκό παιδί!». Τόσος συνειδητοποιημένος, λοιπόν; Τόσο ώριμος; «Νομίζω πως η ωριμότητα πηγάζει από μέσα μας. Δεν έχει να κάνει με τις ηλικίες. Είναι ο τρόπος που μεγαλώνεις – τι βάσεις έχεις από την οικογένειά σου, τι σου ‘χουν μάθει, τι αναφορές έχεις από τους γονείς σου. Ευτύχησα να ζω με δυο σπουδαίους ανθρώπους που μου έμαθαν, σχεδόν από τότε που γεννήθηκα, να έχω χαρά με ό,τι διαθέτω και πως τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς κόπο. Το “όχι” τους ήταν ένα “όχι” που είχε λόγους για να ειπωθεί. Μπορεί μικρότερος να μη μου άρεσε, να ήθελα να μου κάνουν όλα τα χατίρια, αλλά μόνο έτσι κατάφερα να εκτιμώ όλα όσα μου έρχονταν στη ζωή αργότερα ως δώρα. Άλλωστε, και οι ίδιοι, πρόσφυγες από το Καζακστάν που ήρθαν στην Ελλάδα, αγωνίστηκαν πολύ για να μη λείψει τίποτα από εμένα και τ’ αδέλφια μου. Ναι, ποτέ δεν στερήθηκα κάτι, αλλά και ποτέ δεν είχα τα πάντα. Οι γονείς μου είναι άνθρωποι του μεροκάματου που πάλεψαν και παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά τους. Όταν καταλαβαίνω πόσο με καμαρώνουν και τους βλέπω να συγκινούνται, εγώ συγκινούμαι διπλά. Χαίρονται με μένα λες και το κάνουν οι ίδιοι».

Στο wallpaper του κινητού του παραμένει ο Αντώνης Ρέμος, κάτι άλλωστε που είχε εξομολογηθεί και στον ίδιο τον τραγουδιστή, κατά τη διάρκεια των live. «Αυτός είναι το πρότυπό μου», παραδέχεται. Ωστόσο, η αδυναμία που δείχνει στον Χρήστο Μάστορα, τον coach του από το talent show του ΑΝΤ1, είναι άλλη τόση. «Συνεχίζουμε να μιλάμε με τον Χρήστο. Με πήρε και στα γενέθλιά μου για να ευχηθεί, έχουμε πολύ καλή χημεία μεταξύ μας. Σκέψου πως πρώτη φορά σε νυχτερινό μαγαζί πήγα εκεί όπου τραγουδάει ο Χρήστος, πριν από λίγες βδομάδες», μου λέει και αγγίζει ανεπαίσθητα τα πέντε κομποσκοίνια που φοράει στο δεξί του χέρι. «Γιατί τόσα πολλά;». Θα προτιμούσε, μάλλον, να μην έκανα αυτή την ερώτηση -είναι, άλλωστε, κάτι πολύ δικό του- αλλά απαντάει: «Το κάθε ένα προέρχεται από κάποιο μέρος. Τα κρατάω για προστασία, ασφάλεια. Ακόμη κι όταν είμαι μόνος μου, σε δύσκολες στιγμές, νιώθω πως δεν υπάρχει μοναξιά τριγύρω». Πιάνομαι από τις «δύσκολες στιγμές». Προδόθηκες, μικρέ! «Εννοώ όσα μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε άνθρωπος στην πορεία της ζωής του», υπεκφεύγει με μια γενικότητα και μου την κάνει γυριστή.

Τι σε φοβίζει;

Θα με φόβιζε αν δεν τα κατάφερνα στο τραγούδι, αλλά επειδή ξέρω πως έχω πολύ πείσμα σ’ αυτό που κάνω νιώθω πως όλα θα πάνε καλά. Το πιστεύω αυτό! Κι ό,τι πιστεύω, γίνεται!

Τη λέξη «πιστεύω» την τονίζει, κι αν ο προφορικός λόγος ήταν γραπτός, θα ‘χε τρία θαυμαστικά στο τέλος. Κι ήταν η πρώτη φορά που μου ανέφερε κάτι με τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση λες και μου έλεγε «σήμερα που μιλάμε είναι Πέμπτη», χωρίς να προκύπτει καμία αντίρρηση.

Τι όνειρα κάνεις;

Θέλω να έχω ένα καλό ρεπερτόριο. Αυτό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.

Κι οι συνεργασίες; Τα λεφτά; Η διασημότητα; Οι αφίσες στους δρόμους; Έλα, μην ντρέπεσαι…

…Αυτό που με νοιάζει είναι πω ωραία τραγούδια που να πηγαίνουν στη φωνή μου.

Read More

And More