Μαρέβα Μητσοτάκη: «Κατασκεύασαν ψεύτικα αφηγήματα, «fake news» με σκοπό να βλάψουν τον σύζυγό μου»

Μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε η Μαρέβα Γκραμπόφσκι στα «Νέα Σαββατοκύριακου» και την Τζίνα Μοσχολιού.

Η σύζυγος του Κυριάκου Μητσοτάκη μίλησε για την επαγγελματική της πορεία, ενώ, ως μητέρα τριών παιδιών, υπογράμμισε τις λεπτές ισορροπίες που πρέπει να υπάρχουν μεταξύ πολιτικής και οικογένειας.

«Είναι δύσκολο να κρατήσεις την ισορροπία στην οικογένεια. Να μη φτάσουν τα παιδιά να νιώθουν πως θα τα βρουν εύκολα. Θεωρώ ότι αυτή είναι κυρίως υπόθεση της μητέρας. Να διδάξει στα παιδιά καλή συμπεριφορά. Ήμουν πάντα, λοιπόν, πολύ αυστηρή κυρίως σε ό,τι αφορά τη μόρφωσή τους.

Αντιλαμβάνομαι πως ανήκουν στα προνομιούχα παιδιά, με ευκαιρίες που ίσως δεν έχουν άλλοι συνομήλικοί τους. Κακά τα ψέματα. Αυτό είναι κάτι που το αναγνωρίζουν και γι’ αυτό δουλεύουν σκληρά. Είναι δεδομένο πως θα τους ασκήσουν κριτική για το ποιοι είναι. Δεν θέλω, όμως, να θυματοποιηθούν. Κάτι που είναι παγίδα και πρόκληση. Γι’ αυτό και είμαι σίγουρη πως με τη δική τους σκληρή δουλειά θα πετύχουν τελικά όσα θέλουν. Σε αυτό επιμένω.

Αισθάνομαι ότι οι κόρες μου – και τα τρία μου παιδιά αλλά μιλάω πιο πολύ για τις κόρες μου – έχουν πολλά δικά μου στοιχεία. Έμαθαν να διεκδικούν, να πιστεύουν στον εαυτό τους, να είναι ανεξάρτητες. Αυτό είναι το Α και το Ω. Τώρα που μεγάλωσαν, το βλέπω και στις δυο. Είναι κορίτσια με αυτοπεποίθηση. Εχουν το θάρρος της γνώμης τους» τονίζει η Μαρέβα Μητσοτάκη.

Τη σχέση με τις γυναίκες νομίζω την επηρεάζει πολύ και η μητέρα.

Η μαμά μου είναι μια απίστευτα ανεξάρτητη γυναίκα με φοβερά καλή ψυχή. Νομίζω ότι μας μετέδωσε πρωτίστως την αξία του να είσαι καλός άνθρωπος. Είναι role model, το πρότυπό μας. Το οποίο με κάνει να συνειδητοποιώ πόσο σημαντικά είναι τα πρότυπα που έχουμε.

Ολα όσα κερδίσαμε τα τελευταία χρόνια, όλες τις γυναικείες διεκδικήσεις τις ενθάρρυναν άλλες γυναίκες που πέτυχαν. Παλαιότερα, στην εποχή μου, ήταν λίγες εκείνες που ξεχώριζαν σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, η Κλερ Σαζάλ, η Ζεϊνάμπ Μπαντάουι, η Κριστιάν Αμανπούρ ή η Oπρα. Αλλά υπήρξαν και διάσημες φεμινίστριες, όπως η Σούζαν Σόνταγκ.

Ωστόσο πρέπει να μεγαλώσατε σε φιλελεύθερο περιβάλλον. Πώς μπλέξατε με τις τράπεζες; Είναι προφανές ότι έχετε δημιουργική φλέβα.

Οι επιλογές μου διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Μεγάλωσα, άλλωστε, σε ένα σπίτι όπου επικρατούσε η φιλοσοφία «ζούμε για να δουλεύουμε», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο παππούς μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος απαιτητικός και «δύσκολος». Δούλευε ασταμάτητα και μας μετέδωσε την αξία της εργατικότητας. Την κρατώ μέχρι και σήμερα, όπως κρατώ και τις αξίες που μου μετέδωσε η μητέρα μου. Από εκείνη έμαθα να σέβομαι, να βοηθάω, να είμαι ανοιχτή στον κόσμο.

Αρχικά, λοιπόν, επέλεξα να σπουδάσω Ιστορία και αφού πήρα το πρώτο πτυχίο μου, συνέχισα στην Πολιτική Οικονομία. Παρότι δεν επιδίωκα να εμπλακώ με την πολιτική, με ενδιέφερε πολύ να μάθω το πώς μπορεί να αναπτυχθεί μια χώρα, να εξοικειωθώ με τους δείκτες και να ανακαλύψω πώς αυτοί σχετίζονται με τη ζωή των πολιτών. Ανέκαθεν, όμως, ένιωθα διχασμένη ανάμεσα στους αριθμούς και τη δημιουργικότητα. Την οποία στην πορεία της ζωής μου βρήκα τρόπους να διοχετεύσω.

Μιλώντας πάντως για γυναίκες σε θέσεις εξουσίας, εσείς στην τράπεζα είχατε τελικά μια καριέρα κανονική…

Κανονικότατη! Από το 1995 ως το 2013. Κοντά 20 χρόνια. Ηταν πολύ σκληρή δουλειά. Και μετά ήρθε η κατάρρευση της Lehman Brothers που άλλαξε τα δεδομένα στον κόσμο των τραπεζών. Είχα, όμως, και μια ατομική επαγγελματική αποτυχία. Προσπαθήσαμε το 2010, με συναδέλφους από την Deutsche Bank, να ανοίξουμε ένα fund. Αλλά δεν πήγε καλά και έτσι το 2012 το κλείσαμε.

Επρεπε, τότε, να πάρω γρήγορα μια απόφαση. Θα επέστρεφα ξανά σε ένα μεγάλο οικονομικό οργανισμό; Και είπα «όχι, δεν θα το κάνω». Είμαι ευγνώμων, βέβαια, γιατί από εκείνη τη δουλειά πέτυχα να είμαι ανεξάρτητη μέχρι σήμερα.

Σε όλη μου τη ζωή, άλλωστε, εργάστηκα σκληρά. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή με στήριξαν οι γονείς μου, δεν θα πω ψέματα.

Ομως, την καριέρα μου τη δημιούργησα μόνη μου. Γι’ αυτό και είναι πολύ δυσάρεστο κάποιοι να την υποτιμούν με σκοπό να με συκοφαντήσουν. Στο τέλος της ημέρας, όμως, αυτό που έχει σημασία είναι να κοιμάσαι ήσυχη το βράδυ, με την πίστη ότι η αλήθεια τελικά θα κερδίσει.

Τα παιδιά τα στενοχωρούσαν όσα γράφτηκαν για εσάς;

Ναι, τα στενοχωρούσαν πολύ. Ειδικά τη μικρή μου κόρη. Της έκαναν μεγάλο κακό. Και αυτό είναι από τα πράγματα που δυσκολεύομαι να συγχωρήσω.

Ο καθένας μπορεί να έχει τη γνώμη του. Και φυσικά έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να με κριτικάρουν. Αλλο, όμως, κριτική και άλλο συκοφαντία. Κατασκεύασαν ψεύτικα αφηγήματα, «fake news» με σκοπό να βλάψουν τον σύζυγό μου. Εχουν πιάσει ακόμη και τα παιδιά μου… Ηταν και αυτό μια μορφή bullying. Μια άσκηση ψυχολογικής βίας εις βάρος μας, με απώτερο σκοπό να στοχοποιήσουν τον Κυριάκο.

Στην τελική μπορεί κάποιος να την «πέσει» / «στοχοποιήσει» τον άντρα σας χωρίς να σας ανακατέψει. Ως δημοσιογράφοι, άλλωστε, έχουμε και μια υποχρέωση να την «πέφτουμε» στον άντρα σας.

Μα αυτή είναι η δουλειά σας! Αυτό όμως που περιέγραψα δεν το κατατάσσω στη δημοσιογραφία. Δεν είναι δημοσιογραφία. Είναι δολοφονία χαρακτήρων. Είναι δείγμα αδυναμίας, όμως, όχι δύναμης.

Γιατί αν για να πολεμήσεις τον άλλον πας και τα βάζεις με τη γυναίκα και τα παιδιά του, τότε μοιάζεις κακομοίρης. ΄Έχασες το παιχνίδι. Αυτό δεν είναι αφήγημα. Πρέπει να βρεις κάτι άλλο. Γιατί τελικά θα σου γυρίσει μπούμερανγκ. Το πιστεύω ότι το κακό φέρνει κακό.

Με απασχολεί όμως το γιατί σε εσάς ειδικά έχει γίνει τόση επίθεση…

Νομίζω ότι απηχεί συγκεκριμένα συμφέροντα, ίσως και προσωπικά συμπλέγματα. Και βεβαίως επειδή έτσι νόμιζαν ότι θα πλήξουν τον άντρα μου.

Πάντως δεν τα κατάφεραν. Δεν έχω λάβει στη ζωή μου πιο ωραία μηνύματα συμπαράστασης από αυτά που μου έστελναν άντρες και γυναίκες εκείνη την περίοδο. Η στήριξη ερχόταν από πρόσωπα όλων των πολιτικών απόψεων.

Read More

And More