Ο Νίκος Αλιάγας μιλά για τη φωτογραφία και την έκθεσή του στο Παρίσι

Ο Νίκος Αλιάγας έχει το ταλέντο να πατάει pause στη ζωή με κάθε του κλικ. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με την μεγάλη του αγάπη τη φωτογραφία και μάλιστα επίκειται η έκθεσή του στο Παρίσι. Λίγο πριν, μιλάει στο περιοδικό Glow και τον Αριστοτέλη Σπηλιοτόπουλο.

Η έκθεση «Η δοκιμασία του χρόνου» έχει γυρίσει την Ευρώπη-Ελβετία, Μονακό, Βέλγιο- κι έγινε και βιβλίο, που θα δημοσιευθεί τον άλλον μήνα στη Γαλλία. Αποτυπώνει προβληματισμούς, κάνει αναδρομή μέσα από πρόσωπα, χέρια, στιγμές άυλες, πολύ προσωπικές. Επιστρέφει στο Παρίσι, σ’ έναν διαφορετικό χώρο. Είχε παρουσιαστεί στο Παλιό Χρηματιστήριο και τώρα θα φιλοξενηθεί στον τελευταίο όροφο της Arche de la Défense, ένα γιγαντιαίο κτίριο, όπου θα παρουσιαστούν ασπρόμαυρα κάδρα από τα ταξίδια μου τα τελευταία 15 χρόνια σε Ελλάδα, Σρι Λάνκα, Κούβα, Μαυρίκιο, Ρουμανία”, δηλώνει ο καταξιωμένος παρουσιαστής και φωτογράφος που τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Γαλλία.

Πώς συναντηθήκατε με τη φωτογραφία; Ήμασταν διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού στην Ελλάδα, όταν ανακάλυψα ένα κουτί με ασπρόμαυρες φωτογραφίες των γονιών μου. Εκεί συνειδητοποίησα τον χρόνο. Αν οι γονείς μου ήταν τότε 25-30 ετών, θα γίνουν σαν τον παππού και τη γιαγιά. Αυτό σημαίνει ότι κάτι μου ξεφεύγει, δεν το ελέγχουμε. Στην αρχή, προσπαθούσα να κρατήσω εικόνες. Αγόρασα μια Kodak instamatic 8 ετών και ασχολήθηκα με τη φωτογραφία για προσωπικούς και ψυχαγωγικούς λόγους. Όταν ξεκίνησα ως δημοσιογράφος/ρεπόρτερ τα ταξίδια μου συνέχισα και μετά το άφησα. Δεν υπήρχε ακόμα η ψηφιακή επεξεργασία. Υπήρχαν φιλμ, τα έχανα, δεν είχα χρήματα να πάρω μια καλή μηχανή και πριν μια 15ετία, έχοντας επιβεβαιώσει μια επαγγελματική πορεία στα media, επανήλθε αρχικά ως χόμπι. Φωτογράφιζα σταρ και προσωπικότητες που συναντούσα και μετά στράφηκα στην κοινωνία. Έγινε ένα είδος ανάγκης, μια «αντικαταθλιπτική» προσέγγιση για να βγω από το φως της δημοσιότητας και ν’ αποτυπώσω το εσωτερικό φως των ανθρώπων.

Γιατί γίνατε φωτογράφος και πώς εκφράζεστε μέσα από τη συγκεκριμένη τέχνη; Για να πω μια ιστορία διαφορετική. Γιατί κάνω μια δουλειά που είμαι μπροστά στον φακό, αλλά αισθάνομαι περισσότερο ευτυχισμένος κι ελεύθερος πίσω από τον φακό. Δε γίνεσαι φωτογράφος με μια μηχανή. Η φωτογραφία συμπεριλαμβάνει κι άλλες έννοιες φιλοσοφικές, ποιητικές, καλλιτεχνικές, αναζητήσεις, προβληματισμούς και μου επιτρέπει να εκφράσω πράγματα που δεν μπορώ αλλιώς. Έτσι, ξεκίνησε αυτό το «πάθος».

Θεωρείτε ότι μετά το περιστατικό με τις φωτογραφίες των γονιών σας, αναπτύξατε μια ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο; Ο χρόνος δε μας έχει ανάγκη, κάνει τη δουλειά του, ας κάνουμε κι εμείς τη δική μας. Η δική μου είναι να τον σεβαστώ. Δεύτερον, να τον αναγνωρίσω, να συμφιλιωθώ με την παρουσία του. Δεν κρίνεις τον χρόνο. Δεν αλλοιώνεται ο χρόνος, όσα ρολόγια κι αν αλλάξεις, όσα ταξίδια κι αν κάνεις. Σε φάσεις έντασης στη ζωή μου, που τη μια μέρα ξυπνούσα στο Λονδίνο, το μεσημέρι ήμουν στο Παρίσι και το βράδυ κοιμόμουν στη Ρώμη, πίστευα ότι κέρδιζα χρόνο. Προσπαθούσα να κάνω πιο πολλά πράγματα, αλλά στην ουσία ο χρόνος γυρνούσε με μένα. Όσο και να τρέξεις, αυτός θα φτάσει πριν από σένα. Αν είναι αγώνας δρόμου με τον θάνατο, αναγνωρίζοντας την αδιαμφισβήτητη ισχύ του, οδηγείσαι στη συμφιλίωση. Φωτογραφίζω ανθρώπους που δε φοβούνται τον χρόνο, γιατί τον κρατούν πάνω τους, ιδιαίτερα στην εποχή όπου κυριαρχούν ο ναρκισσισμός των selfies και η ψευδαίσθηση του «είμαι αυτό και το δείχνω», ενώ στην ουσία δε θες να είσαι αυτό και λες ψέματα. Όταν βλέπεις να κάνουν botox από τα 20, βλέπω τον φόβο τους. Δεν μπορείς ν’ αλλάξεις αυτό που είσαι, όσα μέσα και χρήματα κι αν έχεις, δεν μπορείς ν’ αλλάξεις την αμετάβλητη πορεία του χρόνου. Άρα, πρέπει να συμφιλιωθείς.

Μου αναφέρατε τις selfies, που κυριαρχούν στα social media, εδώ και μια 10ετία. Η δική σας σχέση με τα social media ποια είναι; Αν και είμαι ένα άτομο που έχει να κάνει μ’ εκατομμύρια άτομα καθημερινά στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, δεν ποστάρω το πρόσωπό μου, γιατί δεν έχω κάτι να πω δείχνοντάς το ή πιστεύοντας ότι είμαι αυτός, γιατί όταν έχεις τη δημοσιότητα στο επίπεδο της οποίας επιζώ τόσα χρόνια, δεν είσαι εσύ. Είναι μια πτυχή του εαυτού σου. Μου θυμίζει την αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνος. Μια σκιά είσαι, αλλά δεν είναι αλήθεια. Πίσω από τη σκιά υπάρχει μια φωτιά και από πίσω της, άνθρωποι που περνάνε και μόνο η σκιά τους προβάλλεται.

Πόσο ενεργός χρήστης είστε, δηλαδή; Στο instagram ποστάρω σχεδόν καθημερινά. Περισσότερο τον εαυτό μου για κάτι επαγγελματικό, κυρίως stories, αλλά ποτέ κάτι που να χαίρομαι γι’ αυτό που φαίνεται, γιατί δεν είμαι εγώ. Στη ζωή μου έχω καταλάβει ότι στα 17-18 θέλεις να γίνεις κάποιος. Επαγγελματικά, να σε αγαπάνε, ν’ αγαπήσεις, να σε αναγνωρίσουν, να τους αναγνωρίσεις κι όταν φτάνεις, συνειδητοποιείς ότι δε σου ανήκει αυτό που φαίνεται από τον εαυτό σου. Κι ενώ πέρασες μια ζωή για να γίνεις κάποιος, εάν είσαι λίγο ξύπνιος και δεν είσαι θύμα του ναρκισσισμού σου, θέλεις να ξαναγίνεις ο εαυτός σου και πιστεύεις στον Πίνδαρο και τους προσωκρατικούς, που σου λένε «γίνε αυτό που είσαι». Όταν φτάσεις στο τέλος της ζωής σου και δεις ότι αυτά τα στοιχεία του εαυτού σου δεν είσαι εσύ και ήρθε η ώρα να γίνεις αυτό που είσαι αληθινά, είναι αργά. Κοιτάζω τους λογαριασμούς προσωπικοτήτων και αγνώστων. Φαίνεται αυτό που προσπαθούν όλοι να κρύψουν. Είναι απίστευτο, ιδιαίτερα στην εποχή όπου το ψηφιακό lifting σε κάνει να φαίνεσαι διαφορετικός από την πραγματικότητα και όσα πας να κρύψεις εξέχουν από το κάδρο. Η αλεπού κρυβότανε και η ουρά της φαινόταν… Έτσι είναι η φωτογραφία. Τα δείχνει όλα. Ο φακός είναι η μεγαλύτερη ρουφιάνα. Ό, τι κι αν προσπαθήσεις να μπαλώσεις, δεν το μπαλώνει. Γι’ αυτό συγκινούμαι όταν βλέπω μια γιαγιά που είναι κούκλα με τις ρυτίδες, ακόμα κι αν έχει λίγο μουστάκι. Τη βρίσκω πιο όμορφη από ένα κοριτσάκι.

Τι δώρο σας έκανε η φωτογραφία; Μου επέτρεψε να επιστρέψω σε μια θετικότητα. Η ζωή δεν είναι το φαίνεσθαι, αλλά το γίγνεσθαι. Είσαι. Κι όχι αυτός που δηλώνεις ότι είσαι. Όπως έλεγε ο Τσαρούχης: «Αυτό που δηλώνεις είναι και το πιο σημαντικό, αλλά δεν έχει μέλλον αυτό πια». Η στιγμή που αντιστέκεται στον χρόνο, που περνά και χάνεται, αλλά είναι μια που δε χάνεται ποτέ: η στιγμή της αλήθειας, η αλήθεια μέσα από αυτό που είσαι. Δηλαδή, γερασμένος, κουρασμένος. Αυτό με συγκινεί γιατί μου θυμίζει τους προγόνους μου.

Read More

And More