Π. Παναγόπουλος: Δεν έχω αισθήματα εκδίκησης για κανέναν από τους απαγωγείς

Σε μια συγκλονιστική κατάθεση, ο εφοπλιστής Περικλής Παναγόπουλος περιέγραψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, όπου εκδικάζεται η υπόθεση του λεγόμενου “Νέου Συνδικάτου του Εγκλήματος“, την απαγωγή του στις 12 Ιανουαρίου 2009, αλλά και την κράτησή του μέχρι τις 20 του ίδιου μήνα.

Ο Απόστολος Πετράκης, που έχει ομολογήσει τη συμμετοχή του στην απαγωγή, πριν ξεκινήσει η κατάθεση του εφοπλιστή, ζήτησε το λόγο και είπε στον κ. Παναγόπουλο: “Να ξέρετε ότι χαίρομαι που σας βλέπω, παρ’ όλο που έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι και τώρα είστε εσείς ελεύθερος κι εγώ κρατούμενος. Αν ήξερα τι άνθρωπος είστε δεν θα ήσασταν σήμερα εδώ“, ενώ ζήτησε εκ νέου συγγνώμη για την πράξη του με τον πρόεδρο της έδρας να του απαντά: ” “Θα ήταν έμπρακτη καλή συμπεριφορά εκ μέρους σας αν επιστρέφατε τα 30 εκατομμύρια ευρώ των λύτρων”.

“Εύχομαι τα χρήματα αυτά να τους χρησιμέψουν για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, να σταματήσουν την παραβατικότητα και να είναι χρήσιμοι για την κοινωνία”, είπε μεταξύ άλλων ο εφοπλιστής.

Ο Περικλής Παναγόπουλος, που δεν έχει δηλώσει παράσταση Πολιτικής Αγωγής τόνισε ότι “δεν έχω αισθήματα εκδίκησης για κανέναν” από τους απαγωγείς του, τους οποίους δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει. Όπως κατέθεσε από την αρχή, το πρωί της 12ης Ιανουαρίου 2009 μέχρι και την τελευταία στιγμή, στις 20 Ιανουαρίου οι άνθρωποι που τον κρατούσαν είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα τους. “Ήταν για μένα 3 σκιές”.

Το χρονικό της απαγωγής

Το πρωί της Δευτέρας, 12 Ιανουαρίου, ο εφοπλιστής βρισκόταν στο αυτοκίνητο του στη θέση του συνοδηγού με τον οδηγό του. Λίγα μέτρα μετά το σπίτι τους έκλεισε το δρόμο ένα βαν. Όπως περιέγραψε ο ίδιος, βγήκαν τρεις κουκουλοφόροι με καλάσνικοφ που έσπασαν με βαριοπούλα το τζάμι του οδηγού, τον έβγαλαν έξω και τον πέταξαν κάτω.

“Τα έχασα τόσο πολύ, τρόμαξα κι επειδή έχω καρδιά, οι σφυγμοί μου πήγανε στα ύψη. Δεν μπορούσα να λυθώ από τη ζώνη”. Ο εφοπλιστής κατέθεσε ότι τον έβγαλαν από τη θέση του και μαζί με τον οδηγό του τους έβαλαν στο βαν, όπου του πήραν το ρολόι, το κινητό και το πορτοφόλι και τον ρώτησαν αν είχαν πάνω τους “κοριούς”.

“Ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές για εμένα. Ευτυχώς, είχα δίπλα μου τον Γιώργο (σ.σ. τον οδηγό του) κι έκανε ότι μπορούσε για να με διατηρήσει στη ζωή”.

Ο κ. Παναγόπουλος περιέγραψε ότι μετά από διαδρομή περίπου 40 λεπτών, τον οδήγησαν σε ένα ανοιχτό χώρο όπου του ζήτησαν να μπει στο πορτ μπαγκάζ άλλου αυτοκινήτου και ξεκίνησαν μια διαδρομή περίπου μίας ώρας. “Ήμουν σε εμβρυακή θέση. Ήταν πολύ δύσκολο, δεν έχω ξαναταξιδέψει έτσι. Είχα την αίσθηση ότι περνάμε από τούνελ. Υπέθεσα ότι βρισκόμασταν στην Εθνική Αθηνών-Πατρών“.

Στο τέλος της διαδρομής τον έβγαλαν από το πορτ μπαγκάζ, του κάλυψαν το κεφάλι και τον οδήγησαν σε μια διώροφη οικοδομή, όπου οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με νοβοπάν. Στο χώρο βρισκόταν είχε ένα καινούριο ράντζο, με καινούριο στρώμα και πάπλωμα και δύο αλυσίδες που έβγαιναν από τον τοίχο και κατέληγαν σε χειροπέδες.

“Μου έδωσαν να φορέσω μια μαύρη φόρμα, σαν κι αυτές που φόραγαν αυτοί και κάτι παντόφλες κόκκινες μαλλιαρές… Ευτυχώς γιατί μου κρατούσαν τα πόδια ζεστά. Ο χώρος ήταν εκτεθειμένος στον αέρα…Ήμουν αλυσοδεμένος σε όλη τη διάρκεια της κράτησης, εκτός από κάποιες στιγμές που είχαν την καλοσύνη να με αφήσουν να περπατήσω για να μην πάθω καμιά θρόμβωση. Στο χώρο υπήρχε μια τηλεόραση που έπιανε μόνο MEGA και πάνω στην τηλεόραση υπήρχε μια άλλη συσκευή που προφανώς ήταν για να με παρακολουθούν. Στην ηλικία που είμαι, τι να κάνω, να αποδράσω ντυμένος έτσι όπως ήμουν ντυμένος, με τις κόκκινες παντόφλες;”

Ο μάρτυρας είπε, επίσης, ότι τον κρατούσαν τρία άτομα που του φέρονταν πολύ ευγενικά, του μιλούσαν στον πληθυντικό και όταν έμαθαν ότι χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή, από την έκκληση που απηύθυνε η γυναίκα του για φάρμακα, φρόντισαν αγοράζοντας χωριστά το κάθε φάρμακο για να μην τους εντοπίσουν, να του προμηθεύσουν ό,τι ήταν απαραίτητο. “Πράγματι, μου έφεραν φάρμακα για τρεις μήνες”.

Ο κ. Παναγόπουλος κατέθεσε πως υπέδειξε στους απαγωγείς του να συνομιλούν μόνο με τη γυναίκα του για τα χρήματα, απ’ όταν ήταν στο βαν όπου και τον πληροφόρησαν ότι δεν κινδυνεύει η ζωή του και ότι θέλουν λεφτά. Ωστόσο, όπως είπε “η συναλλαγή ήταν η ζωή σου ή τα χρήματα, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Είναι άθλιο και φοβερό. Πώς προσμετράται η αξία μιας ζωής;”

Για τις συνθήκες της κράτησης, ο εφοπλιστής είπε πως δεν ήταν καθόλου εύκολες, καθώς υπήρχε πρόβλημα υγιεινής στο χώρο αλλά και τροφής καθώς λόγω προβλημάτων που αντιμετωπίζει έπρεπε να τρώει συγκεκριμένα πράγματα. Εκτός αυτών όμως, όπως είπε, σε όλη τη διάρκεια της ομηρίας του, του πήγαιναν ό,τι ζητούσε, είχαν σωστή συμπεριφορά και, όπως ανέφερε, του είχαν ζητήσει να τους φωνάζει όλους “Χρήστο”.

Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του κ. Παναγόπουλου και ενώ ο εφοπλιστής είχε αναφερθεί στον νεαρότερο εκ των τριών απαγωγέων του λέγοντας πως ήταν πολύ καλός μαζί του, ζήτησε το λόγο ο εκ των κατηγορουμένων Χαράλαμπος Μουστάκας, ο οποίος και δήλωσε ότι αυτός ήταν ο πιο νέος της παρέας. “Η μεγαλιώδης στάση σας μου έδωσε ένα μάθημα ζωής”, είπε ο Μουστάκας και ο εφοπλιστής του απάντησε: “Σας εύχομαι ό,τι καλό. Την διάθεση την έχετε”.

Η δίκη θα συνεχιστεί την Τετάρτη, οπότε και αναμένεται να καταθέσει η σύζυγος του εφοπλιστή κα Κατερίνα Παναγοπούλου.

Read More

And More