Βασίλης Χαραλαμπόπουλος: «Καθένας έχει το δικαίωμα να ζήσει το όνειρό του»

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος κατάλαβε πρώτη φορά πέρυσι πως πρέπει να κατεβάσει ταχύτητα και να κάνει τα πιο όμορφα πράγματα του κόσμου, όμως η πρόκληση μιας συμπαραγωγής του Εθνικού Θεάτρου μας με το Εθνικό Θέατρο του Βελιγραδίου τον έφερε για μια ακόμη φορά καλοκαίρι επί σκηνής. Σε ένα μικρό διάλειμμα αο το πρόγραμμά του μίλησε στη Χριστίνα ΠΟλίτη και το περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ, ανάμεσα σε άλλα, για τα πηλιορίτικα βράδια που περιμένουν εκείνον και τη σύζυγό του, Λίνα Πρίντζου, στο εξοχικό τους, μετά τον πλούτο της εμπειρίας του «Πλούτου», που έκανε πρεμιέρα στην Επίδαυρο και που θα επανέλθει τον Σεπτέμβριο με παραστάσεις στην Ελλάδα αλλά και τη Σερβία.

Δούλευες εννέα χρόνια ασταμάτητα;
Τα καλοκαίρια μου από το 2008 μέχρι και το 2017 έβλεπα τη θάλασσα με τα κιάλια. Τελειώναμε την παράσταση σε ένα μέρος το βράδυ και το πρωί φεύγαμε για αλλού, την ώρα που όλοι έκαναν μπάνιο στη θάλασσα. Ήταν πολλά τα χρόνια που το έκανα αυτό και πέρυσι είπα ότι χρειάζεται να κάνω ένα στοπ, να ηρεμήσει το μέσα μου και να δω τι γίνεται. Γιατί, ξέρεις, όταν τρέχεις δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς, έρχεται η επόμενη δουλειά και συνεχίζεις. Πρέπει να δεις όχι μόνο τι έχεις κάνει ως τώρα, αλλά και τι θα ήθελες να κάνεις.

Να αποστασιοποιηθείς λίγο, δηλαδή, από τη δουλειά.
Ακριβώς! Να σου λείψει κιόλας. Σου χρειάζεται η ενέργεια, λίγο να φορτίσεις μπαταρίες, όπως λένε, για να νιώθεις έτοιμος για τα πάντα κι όχι να νιώθεις ένα κουρασμένο παλικάρι! Αλλά, άμα έρχεται και η πρόταση να παίξεις Αριστοφάνη, που θα πάει και Επίδαυρο και Ηρώδειο, τι θα πεις; Όχι ευχαριστώ, γιατί θέλω να ξεκουραστώ; Λες, εντάξει, θα ξεκουραστώ αργότερα, αργότερα… Μάζεψα πολλά χρόνια που δεν ξεκουράστηκα και σταμάτησα πέρσι για τέσσερις μήνες.

Και τι έκανες αυτό το διάστημα;
Τα πιο όμορφα πράγματα του κόσμου. Έφτιαξα για πρώτη φορά μπαξέ, μαστόρευα, διόρθωνα διάφορα πράγματα του σπιτιού στις Μηλιές Πηλίου, μπάνια, μαγειρέματα πολλά, ρομαντζάδες τη νύχτα… ωραία πράγματα! Ο καιρός πέρασε πολύ γρήγορα. Πολλές φορές έχουμε μια εβδομάδα και την ευχαριστιόμαστε γιατί νιώθουμε ότι είναι μεγάλη. Όταν έχεις άπλετο χρόνο, γιατί για μένα οι τέσσερις μήνες ήταν σαν μια ολόκληρη ζωή, περνάει γρήγορα. Τελικά με τίποτα δεν είμαστε ευχαριστημένοι!

Το σπίτι σας στο Πήλιο λειτουργεί σαν καταφύγιο;
Είναι η φωλιά μας. Είναι μαγικό μέρος, όπως και οποιοδήποτε μέρος στο Πήλιο, είναι παράδεισος. Νιώθεις την ατμόσφαιρα, λες σ’ αυτό το βουνό σίγουρα ζούσε ο Κένταυρος! Νομίζεις ότι θα εμφανιστεί από κάπου.

Κι έχετε και καταπληκτική παρέα, μιλάω γιατί το έχω ζήσει.
Ναι, είμαστε όπως λέμε το «ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Μήλου Άμηλου»! Είμαστε ωραία παρέα κι έχουμε και την ησυχία μας.

Η Λίνα, βλέπω, το έχει κάνει και μόνιμη κατοικία. Έχει απομονωθεί για να γράψει;
Η Λίνα είναι πολύ καιρό εκεί, έχει έναν στόχο, γράφει ένα μυθιστόρημα και τα πρώτα δείγματα είναι πολύ δυνατά. Είναι ένα καλλιτεχνικό ανήσυχο πνεύμα και αυτό που έχει διαλέξει να κάνει είναι πολύ δύσκολο. Αν είναι να γράψεις κάτι σαν Άρλεκιν, σε έναν χρόνο μπορεί να το τελειώσεις. Κάτι που τείνει να έχει μεγάλη αξία, θέλει τον χρόνο του.

Είναι σημαντικό που τη στηρίζεις και τη θαυμάζεις.
Η Λίνα είναι ένα πλάσμα πολύ ιδιαίτερο. Τη χαίρομαι και τη θαυμάζω γι’ αυτό που κάνει. Μου αρέσει που δημιουργεί κόσμους δικούς της και τους καταγράφει. Τη στηρίζω σε ό,τι κάνει, όπως μπορώ, όπως κι εκείνη εμένα. Υπάρχει ελευθερία μεταξύ μας, γιατί δεν έχουμε δώσει το δικαίωμα ο ένας στον άλλο για ζήλιες και λοιπές σαχλαμάρες. Μετά από τόσα χρόνια, υπάρχει μια αμοιβαία αίσθηση αγάπης και σεβασμού. Δεν έχουμε να αποδείξουμε τίποτα ο ένας στον άλλον. Εκτός από τη συνέχεια αυτού που έχουμε, το οποίο είναι πολύ όμορφο.

Μπορεί να παίξετε και μαζί;
Φυσικά, έχει τρομερή κωμική φλέβα ως ηθοποιός. Της αρέσει το δράμα, αλλά θα την πείσω σιγά σιγά για κωμωδία. Είτε στο θέατρο, είτε στον κινηματογράφο.

Πώς ήταν η συνεργασία με τον Nikita Milivojevic στον «Πλούτο»;
Ο Milivojevic είναι ένας σκηνοθέτης που εκτιμούσα πάρα πολύ και τώρα που τον γνώρισα και δούλεψα για πρώτη φορά μαζί του τον εκτιμώ ακόμα περισσότερο. Τον θαυμάζω για τον τρόπο που φέρεται στην πρόβα, αλλά και για τον τρόπο που μας μεταδίδει κάποια πράγματα. Για τις σκέψεις του και το όραμά του για τον Πλούτο που παρουσιάζουμε.

Πώς συναντηθήκατε;
Δεν με είχε δει ποτέ στο θέατρο. Όταν έμαθε για μένα, ήρθε και με είδε στην «Κατάρα της Ίρμα Βεπ» και μετά μου έκανε την πρόταση να παίξω στην παράσταση, όπως και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός. Ήταν μεγάλη μου χαρά και τιμή να ξαναβρεθώ στο Εθνικό, με έναν καινούριο σκηνοθέτη, με νέους συνεργάτες και με κάποιους υπέροχους ηθοποιούς με τους οποίους δεν έχω δουλέψει ξανά και νιώθω πολύ όμορφα που συναντιόμαστε μαζί στη σκηνή. Με άλλους έχουμε ξανασυνεργαστεί, όπως με τον Στέλιο Ιακωβίδη και τον Μάνο Βακούση, που ήμασταν στο παλιό Πανεπιστήμιο της Πλάκας, πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια, στη «Λοκαντιέρα». Ο Πλούτος είναι μια συμπαραγωγή του δικού μας Εθνικού Θεάτρου με το Εθνικό Θέατρο Βελιγραδίου, με υπέροχα κοστούμια και με κορυφαίο του χορού έναν Σέρβο ηθοποιό, που θα μιλά στη γλώσσα του.

Πώς προέκυψε η ιδέα;
Ο Nikita Milivojevic σκέφτηκε ότι μπορεί ο Αριστοφάνης να ήταν Έλληνας, αλλά το θέμα του Πλούτου είναι διαχρονικό και δεν αφορά μόνο τους Έλληνες. Αφορά όλο τον κόσμο και ειδικά τα Βαλκάνια, που μας τυραννάει όλη αυτή η ιστορία με το χρήμα και νιώθουμε ότι έχουμε γευτεί τον πλούτο, αλλά έχουμε συνειδητοποιήσει ότι είναι δανεικός και όχι αγύριστος.

Μήπως έχουμε υπερεκτιμήσει λίγο και τον πλούτο;
Νομίζω ναι. Έχει χαθεί η μπάλα από όλους αυτούς τους μεγάλους που μιλάνε για τον πλούτο που έχουμε χάσει και που προσπαθούν να μας δώσουν ευρουδάκι ευρουδάκι και μετά να μας το κόψουν για να μας το πάρουν πίσω. Έχω την εντύπωση ότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την αρχή της κρίσης, ώστε καθένας μας να έχει βρει τα κομμάτια ευτυχίας που χρειάζεται από κάπου αλλού κι όχι από την αγωνία και την ανάγκη που έχουν οι πολιτικοί σε σχέση με το τι κόβουνε και ράβουνε. Εμείς θεωρούμε δεδομένο ότι μας τα έχουν κόψει και δεν αφήνουμε τον χρόνο μας να περνάει με αυτή την αγωνία. Στη δεκαετία του ’50, ο κόσμος είχε ζήσει μεγάλη φτώχεια και κακουχίες, αλλά ήταν χαμογελαστός. Ναι μεν είχε τη φτώχεια, αλλά υπήρχε και η γειτονιά όπου ο ένας βοηθούσε τον άλλον και νοιαζόταν. Άρα, δεν είναι ανάγκη να εξαρτιόμαστε από τον πλούτο. Ο πλούτος δεν φέρνει πραγματικά την ευτυχία. Μία ευκολία μπορεί να σου δώσει σε σχέση με τη ζωή σου…

Και λιγότερο άγχος…
…ναι, αλλά την πραγματική ευτυχία δεν σου τη δίνει.

Βασίλη, πού γεννήθηκες;
Στο Αίγιο. Η καταγωγή του πατέρα μου είναι μέσα από το Αίγιο, της μητέρας μου από ένα υπέροχο χωριό, τα Ζήρια. Μόλις γεννήθηκα, ήρθαμε στην Αθήνα, όπου μεγάλωσα.

Η πατρίδα όμως είναι εκεί;
Βέβαια! Είμαι παιδί του χωριού. Και είμαι πολύ χαρούμενος που έχω ζήσει αυτές τις στιγμές. Αλλά και που έχω προλάβει τη γειτονιά στην Αθήνα. Έχω ζήσει να βγαίνουμε όλα τα παιδιά έξω για παιχνίδι και η μάνα να μην έχει αγωνία, παρά μόνο όταν νυχτώνει να φωνάζει από το μπαλκόνι: Βασίληηηη! Ξέρεις τι ωραίο είναι αυτό, που δεν υπήρχε αγωνία αν θα γίνουν απαγωγές, που δεν υπήρχαν όλα αυτά τα προβλήματα που ζούμε αυτά τα χρόνια; Και, το κυριότερο, η κοινωνικοποίηση που γινόταν από πολύ νωρίς.

Εσύ ήσουν ο σταρ της παρέας, όπως είσαι τώρα ο σταρ της σκηνής, που ο κόσμος θέλει να σ’ αγκαλιάσει και σε θεωρεί δικό του άνθρωπο;
Αυτό που έχω πάνω στη σκηνή με τον κόσμο δεν το είχα στη γειτονιά και στην παρέα. Στο σχολείο, επίσης, δεν με ενδιέφερε να είμαι ο σταρ. Έκανα τις τρέλες μου, αλλά πιο πολύ μ’ άρεσε να είμαστε όλοι μαζί και να είμαστε καλά.

Ηθοποιός ήθελες να γίνεις από παιδί;
Από τριών χρονών. Η πρώτη φορά που έπαιξα ήταν σε ένα κομμάτι του Ψαθά, στην τρίτη Γυμνασίου, σε ένα μαθητικό διήμερο. Εκεί με είδαν παιδιά από το Λύκειο, που διοργάνωναν έναν πανελλαδικό διαγωνισμό ερασιτεχνικού θεάτρου, και συμμετείχα στην παράστασή τους. Πήραμε μάλιστα και το πρώτο βραβείο. Μετά από αυτό, προσπαθούσα να κάνω θεατρικές ομάδες, αλλά ήταν δύσκολο να βρω ηθοποιούς, δεν ήθελε κανείς. Έλεγα στους κολλητούς μου για να τους πείσω ότι μόλις τους δουν τα κορίτσια στη σκηνή θα τρελαθούν μαζί τους. Έτσι μάζευα θίασο, έγραφα επιθεωρήσεις και σκηνοθετούσα.

Μίλησέ μου για τη συνεργασία σου με τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα μικρούς Μήτσους».
Αυτό έγινε μετά τα Εγκλήματα, στη διάρκεια του Είσαι το ταίρι μου, το 2001. Ήταν μεγάλη η χαρά που μου έκανε ο Λάκης την πρόταση να είμαι σε αυτή την εμβληματική σειρά. Δεν ήξερα τι θα έκανα, πήγα εκεί την ημέρα του γυρίσματος κι έμαθα ότι θα κάνουμε ένα ζευγάρι κομμωτών. «Πού είναι το κείμενο;» τον ρωτάω. «Τώρα θα το γράψουμε, μαζί», μου απαντάει. Κάναμε τα γυρίσματα μερόνυχτα, λόγω επικαιρότητας. Ο κόσμος ήδη με ήξερε, ήξερε ότι εγώ δεν είμαι έτσι και αυτό ήταν πολύ αστείο. Το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν καθαρά οργανικό, επειδή έσπαγα πολύ μέση! Τον Λάκη τον αγαπώ και τον εκτιμώ πάρα πολύ, μου φέρθηκε σαν να είμαστε συμφοιτητές στη δραματική σχολή, ποτέ δεν με έκανε να νιώσω ότι πρέπει να μαζευτώ, με άφηνε ελεύθερο.

Θα μπορούσες να είσαι ο πιο εμπορικός ηθοποιός της Ελλάδας, αλλά κάνεις τις επιλογές σου και πειραματίζεσαι.
Από τα Εγκλήματα έχουν περάσει 19 χρόνια. Μέσα σε αυτά τα χρόνια έπαιξα σε τέσσερις ή πέντε σειρές. Ήμουν τυχερός που ήμουν σε σίριαλ με μεγάλη επιτυχία. Αυτό έκανε τον κόσμο να στρέψει το βλέμμα του πάνω μου. Δεν ήθελα να γίνω πλούσιος οικονομικά από αυτή τη δουλειά, γι’ αυτό και δεν έκανα δουλειές που δεν με γέμιζαν. Ήμουν και είμαι τρομερά επιλεκτικός, γιατί το όνειρό μου είναι να είμαι ηθοποιός. Αυτό απαιτεί θυσία, να λες πολλά όχι για να έχεις διάρκεια. Γιατί, όταν φύγω από αυτή τη ζωή, θέλω να έχω φύγει κάνοντας αυτή τη δουλειά. Δεν θέλω να με έχει πετάξει η δουλειά έξω επειδή έκανα βλακείες ή επειδή με βαρέθηκε ο κόσμος. Όχι ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω αλλιώς, κανείς δεν θα μπορούσε να το πει αυτό, θα ζούσα και με οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Δεν θα ήμουν όμως τόσο ευτυχισμένος, αφού κάνω αυτό που με κάνει ευτυχισμένο. Προσπαθώ λοιπόν για ένα πράγμα, γιατί ζούμε σε μια χώρα που ο μόνος που εκτιμά την καλλιτεχνική μας πορεία είναι ο κόσμος. Όλη η ιστορία μιας καριέρας είναι η σχέση σου με τον κόσμο μέσα από τη δουλειά σου. Να λέει «δεν με νοιάζει τι παίζει, θα πάω να τον δω, γιατί όσες φορές τον έχω δει δεν έχω φάει φόλα». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα αποτύχω κάποιες φορές, ο κόσμος όμως σου δίνει την ευκαιρία.

Τον χειμώνα φεύγεις από το στέκι σου, το θέατρο Βρετάνια, και μεταφέρεσαι με υπερπαραγωγή στον Ελληνικό Κόσμο, το Ερωτευμένος Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.
Δεν μ’ αρέσει να στεριώνω, παρόλο που αγαπώ πάρα πολύ τον Κάρολο Παυλάκη, τον θεατρικό παραγωγό του Βρετάνια, τον εκτιμώ ως άνθρωπο και τον ευχαριστώ για τις τρεις συνεχείς σεζόν που συνεργαστήκαμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ξαναβρεθούμε, έτσι κι αλλιώς, πού ζούμε; Μεταξύ μας είμαστε, μια οικογένεια είμαστε όλοι.

Με τον Κακλέα έχετε έντονο επαγγελματικό δέσιμο.
Τον εκτιμώ αφάνταστα και τον θαυμάζω ως σκηνοθέτη, τον τρόπο δουλειάς και τον τρόπο σκέψης του. Από το 2010 που συνεργαστήκαμε στη Λυσιστράτη, πήραμε την απόφαση να έχουμε μια προτεραιότητα μεταξύ μας.

Κάνατε μαζί και το μιούζικαλ Nine, με έναν ανατρεπτικό ρόλο για σένα!
Αυτό πάλι; Μπήκα σε αυτή τη διαδικασία και μου άρεσε πολύ. Κατ’ αρχάς γιατί γνώρισα όλες αυτές τις υπέροχες γυναίκες. Ήταν ιδιαίτερη αίσθηση να είσαι μόνος σου με τόσες πολλές γυναίκες…

Που να σε θέλουν κιόλας!
Στα ψέματα όμορφο είναι! Τόσες πολλές μαζί! Νιώθω πολύ γεμάτος από όλα αυτά που έχω κάνει. Θα μπορούσα να διαλέξω έναν δρόμο που να έχω ένα κοινό και να θεωρούμαι ο κωμικός ηθοποιός που γεμίζει τα θέατρα. Μ’ αρέσει όμως που κάνω πράγματα διαφορετικά τα οποία με εξιτάρουν, χωρίς να είναι απαραίτητα κωμωδία ή να είμαι ο θιασάρχης. Είμαι πιο ελεύθερος έτσι, γιατί το τελευταίο απαιτεί και αγωνία, άγχος και ευθύνη, που όσο μπορώ την αποβάλλω.

Δεν έχει γεμίσει ο χώρος με ανθρώπους που σκάνε από το πουθενά και ζουν μία υπερέκθεση, που κυνηγάνε και χρησιμοποιούν αστεία ευρήματα για να γίνονται θέμα;
Η πορεία και ο χρόνος δείχνουν αν και ποιος αξίζει στον χώρο. Διάττοντες αστέρες υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Το πρόβλημα στην εποχή μας είναι πιο έντονο, γιατί έχει κλείσει το κομμάτι που λέγεται εύρεση δουλειάς για τους καλλιτέχνες. Λόγω της κρίσης, δεν υπάρχουν πολλές θέσεις εργασίας και η αλήθεια είναι ότι το πιο μεγάλο ζόρι είναι να βλέπεις ηθοποιούς που αξίζουν να μην δουλεύουν και ηθοποιούς –ή μη ηθοποιούς– που μπορεί να μην αξίζουν να έχουν κάποια θέση. Άδεια ασκήσεως επαγγέλματος δεν υπάρχει, δεν μπορούμε να το περιφρουρήσουμε, αλλά ούτε να είμαστε στη μίρλα. Καθένας έχει το δικαίωμα να ζήσει το όνειρό του.

Φωτογραφίες: Χρήστος Θεολόγου

Fashion Editor: Σίσσυ Σουβζατζόγλου

Grooming: Χρήστος Μαζούρεκ (D-Tales)

Συνέντευξη: Χριστίνα Πολίτη

Read More

And More