Η αντιμετώπιση της Διατροφικής Διαταραχής και το νέο επιστημονικό παράδειγμα Inside-Out

Μία από τις συχνότερες ασθένειες που συναντάται μεταξύ των παιδιών προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, αλλά και των νεαρών ενηλίκων είναι και η διατροφική διαταραχή με τις διαφορετικές εκφάνσεις της. Ωστόσο, το θεραπευτικό πεδίο καταστολής της νόσου στην χώρα μοιάζει να βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, εξαιτίας της ελλιπούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης των ειδικών, αλλά και της οικογένειας που έρχεται αντιμέτωπη με την διαταραχή. Ποιες είναι, όμως, οι τελευταίες εξελίξεις στην αντιμετώπιση της ασθένειας; Η Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια και Πρόεδρος του Ελληνικού κέντρου διατροφικών διαταραχών, Μαρία Τσιάκα, εξηγεί τις παραμέτρους και τα νέα δεδομένα:

Η διατροφική διαταραχή είναι μια πολυπαραγοντική ασθένεια (Brain-Based Mental Illness), όπως καθορίστηκε από την Ακαδημία Διατροφικών Διαταραχών το 2009, καθώς έχουν εντοπιστεί γονιδιακοί, βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες, οι οποίοι αλληλεπιδρούν και ενεργοποιούν την έναρξη της νόσου. Το ποσοστό θνησιμότητας στις διατροφικές διαταραχές ξεπερνά εκείνο των λοιπών ψυχικών νοσημάτων. Επιπλέον, οι ασθενείς που παραμένουν χωρίς θεραπεία, καλούνται να έρθουν αντιμέτωποι με σοβαρές σωματικές και συναισθηματικές συνέπειες. Για το λόγο αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη οι οικογένειες και οι ασθενείς που πάσχουν από διατροφική διαταραχή να αναζητήσουν άμεσα επαγγελματική βοήθεια. Επειδή η Διατροφική Διαταραχή δεν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά από μια ειδικότητα, αλλά πρόκειται για μια ομαδική υπόθεση, η άμεση παραπομπή σε μια εξειδικευμένη θεραπευτική ομάδα μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην αναχαίτιση της νόσου και στην αποτελεσματική επίτευξη της ανάρρωσης. Αν και το ταξίδι της ανάρρωσης είναι συχνά μακρύ και επίπονο, η εμπλοκή της θεραπευτικής ομάδας, της οικογένειας και του κοινωνικού δικτύου μπορούν να αποβούν πολύτιμη και σωτήρια.

Τα νέα δεδομένα
Η θεραπεία των διατροφικών διαταραχών έχει εξελιχθεί τα τελευταία 10 χρόνια, δημιουργώντας ένα βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο μιας πολυσύνθετης αντιμετώπισης. Έχουμε, δηλαδή, μια στροφή του επιστημονικού παραδείγματος από μόνο μία ψυχολογική προσέγγιση σε μια σειρά από διαφορετικές νευροψυχολογικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με την χρονιότητα της ασθένειας, αλλά και τις άμεσες ανάγκες του ασθενούς.

Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, η οποία λειτούργησε καταλυτικά στην μέγιστη κατανόηση της αλληλεπίδρασης των γονιδίων με το περιβάλλον, καθώς και η πραγματική απεικόνιση των νευροβιολογικών αντιδράσεων του εγκέφαλου, οδήγησαν την επιστημονική κοινότητα στην αναζήτηση και ανεύρεση πιο αποτελεσματικών θεραπειών. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις χρήζουν μεγαλύτερης στόχευσης, λαμβάνοντας σημαντικά υπόψη πως τα γονίδια και η νευροβιολογία καθορίζουν και ενεργοποιούν την έναρξη και την διατήρηση της νόσου. Η μέχρι τώρα υπερτίμηση των περιβαλλοντικών παραγόντων οδήγησε σε λανθασμένες ερμηνείες και αντιλήψεις γύρω από τις διατροφικές διαταραχές. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους της αναποτελεσματικότητας των θεραπευτικών προσεγγίσεων, κυρίως στις χρόνιες διατροφικές διαταραχές (>5 έτη).

Το νέο μοντέλο λαμβάνει όλους τους παράγοντες και εμπλέκει ενεργά την οικογένεια, καθώς πολλές έρευνες αποδεικνύουν ότι κάποια μέλη της οικογένειας μοιράζονται κοινά γονιδιακά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, όπως τελειομανία, άγχος, ιδεοψυχαναγκασμό ή έλλειψη ευελιξίας στην σκέψη. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τις συνέπειες που βιώνουν τα συγγενικά πρόσωπα από την νόσο, τους οδηγούν σε μη βοηθητικές συναισθηματικές αντιδράσεις και συμπεριφορές, οι οποίες στην συνέχεια επηρεάζουν την ψυχική υγεία τους, καθιστώντας τους μη βοηθητικούς στην ανάρρωση του αγαπημένου προσώπου.

Δυστυχώς, σε αυτό τον φαύλο κύκλο πολύ συχνά παγιδεύονται και οι ειδικοί που δεν είναι έμπειροι και εξειδικευμένοι στην νόσο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζουν την νόσο και ο ασθενής να μην υποστηρίζεται επαρκώς.

Έλλειψη ενημέρωσης
Στην Ελλάδα η έλλειψη πόρων, δομών και εξειδικευμένου, έμπειρου προσωπικού καθιστά την παροχή υπηρεσιών υγείας και ψυχολογικής υποστήριξης αναποτελεσματική και ανεπαρκή. Η χώρα μας δεν έχει θεσπίσει έναν κλινικό οδηγό αντιμετώπισης των ασθενών με διατροφικές διαταραχές, όπως έχει συμβεί στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το ανυπόστατο ερευνητικό έργο αδυνατεί να στοιχειοθετήσει την αναγκαιότητα για άμεση κρατική παρέμβαση και υποστήριξη, με αποτέλεσμα πολλοί ασθενείς και οικογένειες να βρίσκονται στον “αέρα”, αδύναμοι και ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την λαίλαπα. Το σίγουρο είναι ότι η έλλειψη βοήθειας και ενημέρωσης αυξάνει την χρονιότητα και την ένταση των συμπτωμάτων της νόσου, υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής των ασθενών και των οικογενειών τους. Ευελπιστώ να αλλάξει σύντομα η στάση της πολιτείας, των ειδικών και ερευνητών, καθώς και των ΜΜΕ, για την άμεση αποκατάσταση της υγείας των ασθενών. Είναι βέβαιο πως έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ως χώρα, καθώς πρωτίστως το ελληνικό κοινό, όπως και οι οικογένειες πρέπει να ενημερωθούν για τα νέα δεδομένα των διατροφικών διαταραχών, καθώς και οι ειδικοί θα χρειαστεί να εκπαιδευτούν επαρκώς για αυτά και τις νέες τεχνικές αντιμετώπισης με στόχο να γίνουν πιο αποτελεσματικοί.


Η Μαρία Τσιάκα είναι Πρόεδρος του Ελληνικού κέντρου διατροφικών διαταραχών. Σπούδασε Ψυχολογία, έχει εκπαιδευτεί στη Συστημική Ψυχοθεραπεία, ενώ είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Ψυχολογικής Ιατρικής και Ψυχιατρικής του Institute of Psychiatry, King’s College London. Επίσης, είναι μέλος διάφορων Συλλόγων και Οργανισμών, όπως EFTA (European Family Therapy Association), ECED (European Council on Eating Disorders), AED (Academy of Eating Disorders) και IAEAP (International Association for Eating Disorders Professionals).


Επιμέλεια κειμένου: Νίκη Κλεισούρα

Read More

And More