Η συνάντηση που θα μείνει μέσα μου – Όσα μου εξομολογήθηκε η γυναίκα του αστυνομικού της Βουλής

Έφτασα στο χώρο της συνέντευξης με βαριά καρδιά. Δεν ήταν μόνο το βάρος των πράξεων που ακούστηκαν – βασανιστήρια, κακοποιήσεις, βιασμοί παιδιών, βιντεοσκοπήσεις – αλλά και η ευθύνη, που αισθάνθηκα ότι είχα απέναντι σε αυτό που επρόκειτο να ακούσω.

Είδα μπροστά μου μια πανύψηλη γυναίκα, 1.80 ύψος, που μου θύμισε τις μορφές που συναντούμε στα μοναστήρια. Μαλλιά τραβηγμένα πίσω με χωρίστρα στη μέση, βλέμμα γεμάτο συστολή πίσω από τα γυαλιά μυωπίας.

Καθίσαμε, ήρεμα – όσο μπορεί να είναι ήρεμη η στιγμή πριν από τη συνάντηση με μια γυναίκα, που επί χρόνια έζησε μέσα στο καθεστώς τρόμου που περιγράφει. Επέλεξα από την αρχή να παραμερίσω τον εύλογο θυμό μου, το ενστικτώδες «κατηγορώ». Γιατί δεν έσωσε τα παιδιά της και μετά τον εαυτόν της; Όσο κι αν κάποιος έχει κάθε λόγο να οργίζεται, πίστεψα ότι για να φτάσω σε κάποια κατανόηση έπρεπε πρώτα να ακούσω.

Μίλησε αργά. Μερικές λέξεις ξεπρόβαλλαν μέσα από παύσεις. Περιέγραψε πως γνωρίστηκαν σε νεαρή ηλικία, πώς σιγά-σιγά άλλαξε η σχέση, πώς τα πρώτα χαστούκια που θεωρήθηκαν «ασήμαντα» έγιναν η αρχή ενός εφιάλτη. 

Μίλησε για την απομόνωση – πώς τον δικό της κόσμο τον έκλεισε σταδιακά. Πώς της επέβαλλε βασανιστήρια, όπως «να της στάζει κερί στις γεννητικές περιοχές», να υποστεί καψίματα με αναπτήρα, βίαιες πράξεις που προκαλούσαν αηδία και τρόμο. 

Όταν μίλησε για τα παιδιά, ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Τα κορίτσια που υπέστησαν σεξουαλικές κακοποιήσεις, τις στιγμές που ο πατέρας τα καλούσε στο υπνοδωμάτιο, τις στιγμές που, όπως είπε, την ανάγκαζε να αγγίξει το ίδιο της παιδί.

Δεν ήρθα να την υπερασπιστώ ούτε να της δώσω συγχωροχάρτι. Ήρθα να προσπαθήσω να αποκωδικοποιήσω, το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να παγιδευτεί. Είδα μια γυναίκα με συναισθηματική ανωριμότητα, ναι – αλλά και έναν άνθρωπο γεμάτο τραύματα, φόβους, ανασφάλειες. Μια γυναίκα που έστελνε σήματα – στην πεθερά της, σε συγγενικά πρόσωπα, σε όποιον θα μπορούσε να δει – αλλά αυτά τα σήματα ήταν ασθενή, διστακτικά, θορυβώδη μόνο από καιρό σε καιρό.  Άλλωστε η κόρη δυο αστυνομικών είχε συνηθίσει στην υπακοή από μικρή. Και ο πατέρας της, της έδινε χαστούκια όταν δεν υπάκουε. Υπακοή και πειθαρχεία ήταν άλλωστε όλη της η ζωή. Ως αστυνομικός υπάκουε, εκτελούσε εντολές των ανωτέρων της. Εντολές του διοικητή της στη δουλειά και στο … σπίτι.

Της έλεγε ότι ήθελε κάποτε να ανοίξουν μαζί με τα παιδιά της έναν οίκο ανοχής. Αυτό ήταν η φαντασίωσή του. Η γυναίκα του και οι κόρες του σε οικογενειακή επιχείρηση αγοραίου έρωτα!

Όσα περιέγραψε, θύμιζαν έντονα σκηνές από τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου — εκεί όπου μια οικογένεια ζει αποκομμένη από τον κόσμο, μέσα σε ένα αυστηρά ελεγχόμενο, παρανοϊκό περιβάλλον, όπου ο φόβος και η εξουσία μετατρέπονται σε καθημερινότητα. Στην περίπτωσή της, δεν υπήρχε κάμερα, ούτε σκηνοθέτης· μόνο ένας πραγματικός άνθρωπος που είχε χτίσει γύρω της ένα τείχος τρόμου και εξάρτησης. Ένας Κυνόδοντας χωρίς τέλος, όπου η βία, η σιωπή και η ψευδαίσθηση ότι «έτσι είναι η ζωή» έγιναν ο κανόνας.

Όταν τέλος της είπα «σ’ ευχαριστώ που μίλησες», δεν ήταν τυπικό. Ήταν μπροστά σε έναν άνθρωπο που τόλμησε να σπάσει τη σιωπή -έστω τώρα, έστω αργά. Και, παρά το βάρος που κουβάλησε, προσπάθησα να κρατήσω μέσα μου την εικόνα της «μητέρας» όχι ως μια ιδιότητα χωρίς σύγκρουση, αλλά ως ένα ανθρώπινο πλάσμα που έκανε ό,τι μπορούσε για να επιβιώσει- ακόμη και όταν το «ό,τι μπορούσε» φάνταζε μικρό και αποστεωμένο από φόβο.

Αυτή η συνάντηση ήταν για μένα μια υπόμνηση ότι πίσω από τις κατηγορίες υπάρχουν ψυχές — τραυματισμένες, φοβισμένες, πολλές φορές αδύναμες να υπερασπιστούν τον ίδιο τους τον εαυτό. Και αν είμαστε δημοσιογράφοι, αν είμαστε άνθρωποι — οφείλουμε να ακούμε, ακόμα και όταν η αλήθεια που ακούμε μας πληγώνει.

Τατιάνα

Ακολουθήστε το tlife.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα.

Read More

And More

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232164