Σοκάρει ο Βασίλης Ζούλιας: «Έκλεψα ρούχα, με έπιασαν και από την ντροπή έκοψα τις φλέβες μου»

Καλεσμένος στην εκπομπή «Κεραία» με τη Ρέα Βιτάλη βρέθηκε ο Βασίλης Ζούλιας, ο οποίος ήταν άκρως αποκαλυπτικός.

Ο γνωστός σχεδιαστής μόδας, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στην εξάρτησή του στα ναρκωτικά αλλά και το πώς είναι η ζωή του σήμερα μετά την απεξάρτηση.

«Στην Άνδρο έγινε ο ολοκληρωτικός χωρισμός των γονιών μου. Υπάρχει η μνήμη της αναχώρησης και ήταν μέρα που έμοιαζε με βράδυ. Η θεία μου η Μαριγώ είχε ένα θυρωρείο στην Αλεξάνδρας 66 με τον θείο μου τον Γιάννη που δεν είχε χέρια. Η θεία μου, καταπληκτική και δυναμική γυναίκα, που τον αγαπούσε από πριν ήθελε να τον πάρει. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν το καταφύγιο μας.

Η κ. Φραγκουδάκη και τα παιδιά της είχαν μία βίλα στην Αγία Παρασκευή και ένα σπίτι στην Μετσόβου και εκεί δούλευε η μητέρα μου. Και με έβαζε στο τραπέζι και με μάθαινε πώς να τρώω με πιρούνι και μαχαίρι. Μας αγαπούσαν πολύ. Σε αυτά τα σπίτια με τις τόσες αντιθέσεις, υπήρχε αγάπη αλλά και μπέρδεμα γιατί δεν ήξερα που ανήκω». είπε αρχικά ο Βασίλης Ζούλιας.

Και συνέχισε: «Είναι θαυμάσιο ότι τώρα έχουμε καταπληκτική σχέση με τον πατέρα μου. Τον συνάντησα κάποια στιγμή κατά την πορεία της ανάρρωσής μου και τώρα έχουμε μια καλή σχέση. Η μητέρα μου επέλεξε να καθαρίζει σπίτια για να με μεγαλώσει. Κάποτε είχα ντροπή και πλέον είμαι πολύ υπερήφανος».

Στη συνέχεια θυμήθηκε  το πρώτο του μεθύσι σε ηλικία 8 ετών, τις απόπειρες αυτοκτονίας αλλά και το πόσο έντονη ήταν η σεξουαλικότητά του αφού ήρθε σε επαφή με τα ναρκωτικά.

«Το πρώτο μου μεθύσι το είχα 8-9 χρονών και πέρασα τόσο άσχημα τότε και είπα δεν θα ξαναπιώ. Ήμουν ένα παιδί που είχε θέματα, είχε πόνο μέσα του. Και μάλιστα, μία από τις πιο όμορφες στιγμές με την μητέρα μου τώρα τελευταία είναι όταν μου είπε πώς δεν μπόρεσε να είναι πραγματικά κοντά μου όταν ήμουν μικρός. Υπήρχε μία έλλειψη μέσα μου και ένας πόνος. Όταν πήρα τα πρώτα χάπια αισθάνθηκα ότι καταλαγιάζει λίγο ο πόνος μέσα μου. Και είπα αυτό ήταν, θα παίρνω αυτό και θα νιώθω καλύτερα. Και έτσι ξεκίνησαν όλα τα υπόλοιπα μετά. Έκλεψα ρούχα, με έπιασαν και από την ντροπή και μαζί με τον υπόλοιπο ψυχισμό, πήγα στο Market και έκοψα τις φλέβες μου. Και είδαν το αίμα κάτω από τις πόρτες και με πήγαν στο νοσοκομείο.

Ο Βασίλης Ζούλιας στη συνέχεια εξομολογήθηκε πως κατάφερε να μπει σε πρόγραμμα απεξάρτησης και να βγει από αυτό τον Γολγοθά που βίωνε, αν και έχει καταλήξει πώς όλο αυτό το έκανε γιατί ένιωθε μέσα του μία απέραντη θλίψη.

«Έχει συμβεί να πάω στο Κολωνάκι να υπογράψω και αντί για στυλό έβγαζα την σύριγγα. Το καλοκαίρι του 1987 στο Κολωνάκι, κάθισα στο κρεβάτι μου και της είπα να μου κάνει ένεση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ανακούφιση που είχα νιώσει. Είχα ανέβει λίγες μέρες πριν σε ταράτσα και ήθελα να πέσω. Όταν μπήκα στο πρόγραμμα απεξάρτησης και με κάλεσε η σπόνσοράς μου να της πω το πρώτο μου βήμα, έμενε σε εκείνο το σπίτι. Με τη φίλη μου είχαμε ακούσει ότι υπήρχε πρέζα κρυμμένη και είχα πάει με φτυάρια με τη φίλη μου να το βγάλουμε.

Η μητέρα μου ήταν στεναχωρημένη με εμένα, της έδινα μόνο πίκρες. Σαν να ήθελα να την εκδικηθώ κάπως με την χρήση μου. Είχα πάει μία φορά στο σπίτι και της είπα ότι θέλω να τα κόψω και στο δωμάτιο χτυπιόμουν στο κρεβάτι, είχα σπάσει μία γυάλα με χρυσόψαρα. Ξεκίνησαν σιγά σιγά οι συλλήψεις. Μία μέρα είχα φωτογράφηση και είπα ότι πάω να πάρω ένα ρούχο από την πλατεία. Το είχα στο στόμα και το έβαλα στην τσέπη και έρχονται δύο και μου βάζουν χειροπέδες. Η Βουγιουκλάκη μου έστειλε καλό δικηγόρο τότε για να με γλιτώσει», συμπλήρωσε ο Βασίλης Ζούλιας.

«Δεν έμπαινε η τελεία. Αυτό το πιάσιμο ήταν πολύ τραυματικό γιατί βρέθηκα στην ασφάλεια με χειροπέδες, σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που δεν ήξερα και αναρωτιόμουν τι κάνω εκεί. Την δεύτερη φορά που με έπιασαν, περίμενα 4 μέρες μαρτυρικές για να βγω. Είπα στη μητέρα μου να μου φέρει συγκεκριμένα ρούχα και εμφανίστηκα στο δικαστήριο σαν τον Αλ Καπόνε. Δεν ήθελα ούτε να πάω φυλακή αλλά ούτε να γυρίσω στη ζωή που είχα έξω, δηλαδή στην χρήση. Ο αστυνομικός για να χαιρετήσω τη μητέρα μου, μου έβγαλε τις χειροπέδες και αμέσως πήδηξα στο κενό και για καλή μου τύχη ήταν ένας γιατρός και μου έσωσε τη ζωή. Πρώτη κουβέντα ήταν “γ@@μωτο ζω” και η δεύτερη κουβέντα ήταν στη μητέρα μου “το παλτό το μάζεψες;”», ανέφερε ο Βασίλης Ζούλιας.

Τέλος, ο Βασίλης Ζούλιας αποκάλυψε πως ξέφυγε από αυτή την δύσκολη ιστορία, λέγοντας: «Η τελεία ήρθε αργότερα. Κάθε φορά που έπινα μετά από αυτό, ένιωθα μεγάλη απογοήτευση. Η τελεία έγινε το βράδυ που η φίλη μου με πήρε από το χέρι και με πήγε σε κάποιες ομάδες απεξάρτησης. Είμαι 15 μέρες με μεθαδόνη και 28η του 1992 είπα το μεγάλο “όχι”. Τότε είχα βγει από ένα κλαμπ χωρίς να πιω και η Ακαδημία μου φαινόταν σαν Παρίσι. Δεν σταμάτησα ποτέ να πηγαίνω σε αυτό το πρόγραμμα. Έχω μία εθισμένη προσωπικότητα. Είμαι ο Βασίλης και είμαι ναρκομανής», εξομολογήθηκε ο Βασίλης Ζούλιας.

Read More

And More