Συνέντευξη Πάνος Ιωαννίδης: Ο γοητευτικός κριτής του Master Chef μιλάει στο TLIFE

Σοβαρός, με επιχειρήματα αυστηρός, όχι σπάταλα διαχυτικός. Άντρας παλαιάς κοπής, φυσικά ευγενής, συλλεκτικός και σε περιορισμένη έκδοση. Η ψυχραιμία και η στωικότητα διαποτίζουν το DNA του. Ατσαλένια ανθεκτικός, ακραία λογικός, οξύτατα υπομονετικός, πολύπλευρα πρακτικός, γλυκήτατα γοητευτικός. Ταλαντούχος σεφ, συναισθηματικός μάγειρας, εξαιρετικός τεχνίτης, νοστιμότατος και απαιτητικότατος -από τον εαυτό του πρώτα. Ο Πάνος Ιωαννίδης είναι ο κριτής του Master Chef που ψάχνεις και δεν βρίσκεις. Γιατί δουλεύει ασταμάτητα, γιατί είναι αφοσιωμένος στην τέχνη του, γιατί έτσι εκφράζεται, έτσι θέλει κι έτσι λειτουργεί. Σου έχω νέα όμως φίλη μου. Ετοιμάζει εστιατόριο, θα είναι έτοιμο περίπου το Σεπτέμβριο, θα τρως από τα χεράκια του, ο ουρανίσκος σου θα χειροκροτήσει και θα έχεις πια σημείο αναφοράς.

 

 

 

Μπροστά μου “προσγειώνεται” ένας “πίνακας ζωγραφικής”. Ήρθε η ώρα για το γλυκό. Γεωμετρικό και μίνιμαλ, χαμογελαστό και όμορφο, μου κλείνει το μάτι γεμάτο αυτοπεποίθηση. Έχει και μικρά, μοβ λουλουδάκια. Χαμογελώ αντανακλαστικά. Έχουν προηγηθεί το ορεκτικό και το κυρίως, έχω συνειδητοποιήσει ότι τρώω “υψηλής αισθητικής” κουζίνα, ο ουρανίσκος μου βρίσκεται ήδη σε κατάσταση έκστασης και το επιδόρπιο έρχεται να μου πει μια αξέχαστη καληνύχτα. Είμαι καλεσμένη σε επαγγελματικό prive dinner, όπου έχει πέσει σιωπή. Η γεύση, όταν είναι υψηλή, έχει την ικανότητα να σε αποστομώνει. Εκεί τον γνώρισα. Πριν μερικά χρόνια, όταν ρώτησα ποιος ευθύνεται για το σημάδι που μόλις χαράχθηκε στη μνήμη μου. Ο Πάνος Ιωαννίδης. Το γευστικό μυστικό που ταξίδευε από στόμα σε στόμα και “έκρυβαν” οι κουζίνες υψηλών προσωπικοτήτων -επωνύμων και μη. Private Chef και παράλληλα Executive Chef στη Βασιλική Πρεσβεία της Δανίας.

Τρεις μέρες αργότερα, τον είδα στη γειτονιά μου και μερικές μέρες αργότερα ξανά. Μένει Νέα Σμύρνη, δυο στενά πιο πάνω από το σπίτι μου. Και είναι και ο λόγος, που έπειτα από αρκετές ομολογουμένως προσπάθειες, τον πείθω να κάνουμε μια συνέντευξη. Κοινώς τον πάτησα στο φιλότιμο και εκμεταλλεύτηκα -αδίστακτα- την έμφυτη ευγένειά του. Σε αφήνω τώρα, φίλη μου, γιατί μου χτυπάει το κουδούνι. Ήρθε.

Είναι Μεγάλη Παρασκευή, έχει επιστρέψει μόλις από Λονδίνο, για τις ανάγκες των γυρισμάτων του Master Chef (όπως καταλαβαίνεις αλωνίζουν τον κόσμο), είναι άυπνος, έχει χάσει τη βαλίτσα του και παρόλα αυτά είναι ατάραχος. Άνετος, χαμογελαστός, ζεστός και ευγενικός. Σαν να μην έχει γίνει απολύτως τίποτα. Φοράει μαύρο τζιν, sneakers, πουλοβεράκι και βολεύεται στον καναπέ μου. Φτιάχνω καφέ. Εσπρέσο σκέτο. Και κάθομαι κι εγώ. Με ρωτάει τι ζώδιο είμαι.
-Παρθένος.
Με;
-Αιγόκερω.
Μπράβο. (Μπράβο στο Παρθένος με Αιγόκερω πρώτη φορά ακούω. Οι περισσότεροι κάνουν ένα βήμα πίσω.)
-Εσύ;
Αιγόκερως με Αιγόκερω. (Και κάπου εδώ… κάνω εγώ ένα βήμα πίσω)
-Δύσκολος άνθρωπος.
Πιο δύσκολος πεθαίνεις…
-Και τα πάντα είναι η δουλειά σου.
Μόνο.
-Για αυτό και δεν παντρεύτηκες ακόμα…
Για αυτό και δεν παντρεύτηκα.

Γελάμε. Ευτυχώς. Γιατί είχα αρχίσει να αγχώνομαι. Ενστικτωδώς. Δεν είχα ερεθίσματα. Απέναντί μου κάθεται ένα γλυκό, χαμογελαστό αγόρι -όσο ωραίο βλέπεις και στην τηλεόραση, ανοιχτό για συζήτηση (αυτό τουλάχιστον μαρτυρά η γλώσσα του σώματός του, ο τρόπος που κάθεται) και ταυτόχρονα διακρίνω μια βραχώδη περιοχή που αντιλαμβάνομαι ότι δεν θα μου επιτρέψει να δω και πολλά. Μόνο όσα εκείνος θέλει.

“Κοίτα, να σου πω κάτι; Το να σε πιάσει η ανασφάλεια και να κάνεις ένα γάμο και να παντρευτείς κάποιον απλά επειδή “πρέπει” να το κάνεις, για μένα δεν ισχύει. Το θέμα είναι να το κάνεις γιατί σου βγαίνει, γιατί γουστάρεις τον άλλον”.
-Σωστά. Αν και πιστεύω ότι οι περισσότεροι (σαφώς υπάρχουν και εξαιρέσεις) από ανασφάλεια παντρεύονται.
Εντάξει, ok. Εμείς δεν ανήκουμε στους περισσότερους. (το “εμείς” πάει στο κοινό μας “τραγίσιο” χαρακτηριστικό, τον Αιγόκερω. Και τον Παρθένο που είναι συγγενικά, γήινα και τα δύο, ζώδια).
-Ναι, γιατί “εμείς” έχουμε ένα “θεματάκι”. Παίρνουμε τα πάντα πολύ στα σοβαρά. Ξέρεις οι Αιγόκεροι έχουν το σύνδρομο του Μπέντζαμιν Μπάτον. “Μικραίνεις”, χαλαρώνεις δηλαδή, όσο μεγαλώνεις.
Μπράβο. Ισχύει αυτό. Εγώ, ας πούμε, στα 20 μου, ήμουν πολύ πιο σοβαρός και μετρημένος από ότι είμαι τώρα.

 

Θα διακόψω λίγο την αναμετάδοση της συζήτησης εδώ, για να σου μεταφέρω, ότι και τώρα κάθεται απέναντί μου ένας σοβαρός και μετρημένος άντρας. Τον βλέπω τον αυστηρό κριτή του Master Chef. Απλά κάπου στο χαμόγελο, στη χαλαρότητα, στην καλή του πρόθεση, στο καλοσυνάτο βλέμμα διακρίνεις και μια εσάνς παιδικότητας. Με λίγα
λόγια, απέναντί μου κάθεται ένα καλό παιδί, με όψη γοητευτικού άντρα και σκληροπυρηνικά αφοσιωμένος στη δουλειά του. Αυτό το τελευταίο είναι το κυρίως υλικό στο πιάτο μας. Δεν θα τον πω φιλόδοξο, ούτε εργασιομανή. Θα τον πω έναν άνθρωπο που ο πυρήνας της ύπαρξής του, η δομή του, η φύση του, το είναι του εξαρτάται απόλυτα από το να επιτυγχάνει απόλυτα οτιδήποτε αναλαμβάνει. Η αποτυχία δεν είναι καν option στο δικό του προσωπικό σύμπαν. Κάνει focus, αφιερώνεται, βάζει το κεφάλι κάτω, τα δίνει όλα και τα καταφέρνει. Δεδομένο. Όχι ενδεχόμενο. Δεδομένο. Και να σου πω και κάτι, υποψιάζομαι ότι το αφροδισιακό του είναι η διαδικασία προς την επίτευξη, την ολοκλήρωση του στόχου. Η κορυφή από μόνη της δεν του λέει κάτι. Η διαδρομή του δίνει ζωή.

-Διάβασα ότι είχες αποφασίσει να γίνεις σεφ από πολύ μικρός.
Πολύ μικρός, δεν αποφάσισα να γίνω σεφ… πολύ μικρός κατάλαβα ότι μου αρέσει η μαγειρική. Μου άρεσε πολύ να μαγειρεύω. Μου άρεσε πολύ και το θέατρο. Ήμουνα και σε μια ομάδα που παίζαμε θεατρικά κλπ. Και σε κάποια φάση της ζωής μου ήμουν στο μεταίχμιο… να πάω σε κάποια σχολή.
-Για να γίνεις ηθοποιός;
Ναι.
-Αυτό πώς σου προέκυψε; Υπήρχε κάποιο γονίδιο στην οικογένεια;
Η μητέρα μου έπαιζε θέατρο, η αλήθεια είναι, πολύ πολύ παλιά. Καλά, γενικά είμαστε μια καλλιτεχνική οικογένεια. Όλοι. Όλοι όμως. Ο πατέρας μου κατά βάση ήταν ζωγράφος και σχεδιαστής κοσμημάτων. Η μητέρα μου ήταν ζωγράφος επίσης και τα τελευταία 20 χρόνια αγιογράφος και πολύ καλή μάλιστα… Δεν είναι η κλασική οικογένεια η δική μου.

Η μητέρα ζει μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας ζούσε μεταξύ Αθήνας και Πάρου -κυρίως Πάρου. Κι εκείνος, μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Ιταλίας. Γεννήθηκε στην Αθήνα και κάπου εκεί στην εφηβεία μετακόμισε στη συμπρωτεύουσα. Και όταν αποφάσισε τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, την έκανε για Μιλάνο. Έχοντας στη βαλιτσούλα του πιστοποίηση αρχιμάγειρα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Bachelor από ελβετικό κολλέγιο στο μάρκετινγκ, διοίκηση επιχειρήσεων και ανάπτυξη προϊόντων. Ούτε λέξη ιταλικά όμως. Συνειδητοποίησε ότι του αρέσει η ιταλική κουζίνα και αποφάσισε να πάει στην Ιταλία. Αυτό. Τέλος. Το πλάνο έλεγε για τρεις μήνες και τελικά έμεινε τέσσερα χρόνια. Γιατί η θέληση, το ταλέντο και το πείσμα έφεραν τη δουλειά, η μία δουλειά την άλλη, το βιογραφικό απέκτησε ιταλικά highlights και όταν του έλειψε το καθαρό, ελληνικό φως, αποφάσισε να γυρίσει.

Όλα αυτά που διάβασες μόλις σε δυο αράδες, κρύβουν πίσω τους σκληρή δουλειά, μισθό ίσα να ζεις, δίψα για μάθηση και εξέλιξη, σπάσιμο νεύρων, ατσαλένιο πείσμα, αποφασιστικότητα να τα καταφέρει και μια ιταλίδα που παραλίγο να την παντρευτεί. Γιατί να ξέρεις, αυτή η φινέτσα είναι που τον γοητεύει. Όχι η ομορφιά τους. Το στιλ. Το στιλ, του αρέσει. Εκτιμά ιδιαιτέρως την αισθητική. Παντού. Στην εμφάνιση, στους τρόπους, στη στάση ζωής, στη δουλειά. Γιατί έχει κι ο ίδιος. Το βλέπεις στα πιάτα του. Το βλέπεις στον ίδιο. Το κυρίαρχο βέβαια είναι η φινέτσα στην αύρα του. Και η αδιαπέραστη ψυχραιμία, ακόμα και στον τόνο της ραδιοφωνικής του φωνής.

-Στην Ελλάδα γύρισες για δουλειά;
Στην Ελλάδα γύρισα γιατί μου έλειψε η Ελλάδα. Μου έλειψε ο ήλιος, το φως.
-Μα, και η Ιταλία έχει φως.
Ναι. Δεν έχει τον ήλιο της Ελλάδας όμως. Και όπως και να το κάνεις, οπουδήποτε στο εξωτερικό, είσαι πάντα ξένος. Όσο και να έχεις μπει στην κουλτούρα των ανθρώπων, όσο και να γνωρίζεις τη γλώσσα, πάντα θα είσαι ο Έλληνας -με όλα τα καλά και τα άσχημα. Όπως σου είπα, πήγα για τρεις μήνες κι έμεινα τέσσερα χρόνια. Και στα τέσσερα χρόνια, άντε να είχα έρθει Ελλάδα τέσσερις φορές. Όταν επέστρεψα, σκεφτόμουν ιταλικά και μετάφραζα ελληνικά για να μιλήσω. Δεν είχα σχέση με Έλληνες στην Ιταλία.
-Είχες ενσωματωθεί άρα…
Εντελώς όμως. Δεν είχα γνωρίσει ούτε έναν Έλληνα. Μόνο έναν, κάποια στιγμή, κατά τύχη. Αλλά γενικότερα είχα να κάνω μόνο με Ιταλούς. Τον πρώτο καιρό, που δεν μιλούσα ιταλικά… φαντάσου ότι έμαθα ιταλικά μέσα σε τρεις μήνες γιατί δεν είχα άλλη επιλογή. Κανείς δεν μιλούσε αγγλικά, άρα εγώ έπρεπε να μπω στη διαδικασία με ένα μπλοκάκι να σημειώνω τα πάντα μέσα στην κουζίνα για να μπορέσω να συνεννοηθώ.
-Κι έπρεπε να μάθεις και “ειδικά” ιταλικά, όρους, τη γλώσσα της κουζίνας. Όχι απλά να συνεννοηθείς.
Βέβαια. Φαντάσου ότι στο πρώτο ξενοδοχείο που πήγα για δουλειά, μετά από 20 μέρες ο διπλανός μου με ρώτησε πως με λένε κι αν θέλω να πάμε για έναν καφέ. 20 μέρες απλά ήμουν ανύπαρκτος.

 

Και όταν έγινε φουλ υπαρκτός, όταν η Ιταλία του υπόσχονταν μια καριέρα, εκείνος αποφάσισε να λειτουργήσει συναισθηματικά. Και να επιστρέψει στην οικειότητα του φωτός. Αποδεχόμενος την πρόταση ενός Ιταλού που δούλευε ήδη στην Ελλάδα. Το μοναδικό του “κονέ” ερχόμενος στην Ελλάδα ήταν αυτό. Και το οποίο τελικά δεν ευδοκίμησε, μιας και η δουλειά για την οποία ήρθε δεν έγινε. Τον βοήθησε όμως να βρει άλλη δουλειά. Σε μεγάλο και γνωστό ξενοδοχείο της Αθήνας. Κι εκεί, έρχεται φυσικά αντιμέτωπος με την ελληνική πραγματικότητα. Από τον αυστηρό επαγγελματισμό και την οργάνωση της Ιταλίας που ήταν συνηθισμένος προσγειώθηκε στον “επαγγελματισμό” …του φωτός. Και ξενερώνει big time. Και λίγο πριν τον κλέψει η κομμωτική (ναι, το σκέφτηκε κι αυτό), ευτυχώς, συναντάει τυχαία έναν δάσκαλό του σεφ από τον οποίο και μαθαίνει ότι η Πρεσβεία της Δανίας ψάχνει σεφ. Ουφ! Δεν το χάσαμε το κορμί, πατριώτη!

Στην Πρεσβεία μένει 15 χρόνια, παράλληλα είναι καθηγητής σε μια σχολή και ακόμα πιο παράλληλα είναι Private Chef. Όταν αποφασίζει να αφήσει τη “βολή” της Πρεσβείας πηγαίνει σε ένα εργοστάσιο όπου διευθύνει το τμήμα του R&D (έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων), κάνει δηλαδή αυτό που έχει σπουδάσει και μετά από όλα αυτά έρχεται το Master Chef. Και βγαίνει πια και στο άλλο φως. Της δημοσιότητας. Και τον μαθαίνουμε όλοι…

 

Απέναντί μου κάθεται ένας άνθρωπος απόλυτα αφοσιωμένος στη δουλειά του. Όταν μιλάει για αυτή ζωντανεύει. Ανοίγει. Απλώνει τα χέρια του διάπλατα στον καναπέ. Μπορεί να σου πει τα πάντα. Για τα άλλα δεν θέλει να μιλάει. Κυρίως γιατί βαριέται. Σταυρώνει τα χέρια του. Κουνάει νευρικά το πόδι του. Σαν να κοιτάει ένα στόχο και να τον
αναγκάζεις να παρεκκλίνει της πορείας του. Δεν θέλει να τον αποσπάνε. Δεν έχει πρόβλημα να σου μιλήσει για το οτιδήποτε. Το λόγο δεν βρίσκει. Από ότι καταλαβαίνω, πέρα από Private Chef τελικά, είναι και private person. Για την αποσυμπίεση, για ανασυγκρότηση δυνάμεων. Έτσι φορτίζει τις μπαταρίες του για να συνεχίσει την ανηφόρα του, αυτό ορίζει το προσωπικό του πρωτόκολλο.

“Δεν βγαίνω καθόλου. Η αλήθεια είναι ότι από το πρωί μέχρι το βράδυ είμαι σε μια δουλειά ή αν θα βγω έξω, θα βγω για επαγγελματικό ραντεβού. That’s it. Δεν θα πάω, ας πούμε, για ποτό, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω για ποτό. Εδώ και ένα χρόνο περίπου που είναι το Master Chef, άντε να έχω βγει τρεις φορές έξω. Κι αυτό ξέρεις… λίγο.”
-Δεν σε λες και party animal.
Όχι. Τα ‘χω κάνει αυτά. Τα βαρέθηκα. Δηλαδή να βγω έξω, αλλά να υπάρχει κάποιος λόγος. Αν με ρωτάς ποια είναι η διασκέδασή μου, θα βγω για φαγητό. Αυτό που αρέσει πάρα πολύ.
-Ε, μόλις περνάμε τα 35 αυτό μας αρέσει.
Μπράβο. Αν βγω για ένα ποτό, θα πάω σε ένα wine bar που επίσης παίζει να υπάρχει κάτι σχετικό με φαγητό. Δεν θα βγω να πάω για clubbing, ούτε θα βγω σε ένα μπαράκι απλά για να πάω να πιω σφηνάκια. Ok. Τα κάναμε αυτά. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο πλέον.
-Στο σπίτι μαγειρεύεις;
Φυσικά και μαγειρεύω. Απλά δεν μου αρέσει να μαγειρεύω μόνο για μένα. Μαγειρεύω για κόσμο. Όταν έχω φίλους δηλαδή θα μαγειρέψω.
-Όταν γυρίζεις από τη δουλειά, τι φτιάχνεις;
Ό,τι πιο γρήγορο. Ή θα παραγγείλω. Αν σε 15 λεπτά έχω μαγειρέψει κάτι καλώς, αλλιώς… Θα αξιοποιήσω τις 3 ώρες που μου μένουνε για να αράξω μόνος μου και να ξεκουραστώ.
-Χόμπι έχεις;
Πολλά πράγματα. Τώρα δεν κάνω τίποτα, γιατί δεν έχω χρόνο να κάνω. Τώρα απλά προσπαθώ να κοιμηθώ παραπάνω από 6 ώρες.
-Ο γάμος τι είναι για σένα; Όταν λέμε γάμος, τι σου έρχεται στο μυαλό.
Το να έχεις βρει έναν άνθρωπο που σε καλύπτει και τον καλύπτεις στα περισσότερα πράγματα, που σου δίνει την ελευθερία σου -χωρίς να πιέζει ο ένας τον άλλον, που είσαι ο εαυτός σου μέσα σε μια σχέση και που από όλο αυτό, την “καλοπέραση” μιας σχέσης, προκύπτει ένα παιδί που είναι και των δύο, είναι η επέκταση της σχέσης. Αυτό.
-Η άποψή σου για τις γυναίκες ποια είναι;
Τις αγαπώ, θεωρώ ότι είναι πολύ έξυπνες -εξυπνότερες από τους άντρες- και λειτουργούν τελείως διαφορετικά, λειτουργούν σε πολλά επίπεδα. Τις σέβομαι πάρα πολύ.
-Τι σε εκνευρίζει;
Το να προσπαθεί κάποιος -είτε σχέση αυτό λέγεται, είτε γυναίκα λέγεται, είτε ακόμα και φίλος, εν πάση περιπτώσει, να δημιουργήσει σχέσεις ανάγκης και καθοδήγησης, σχέσεις εξάρτησης.
-Να είναι cool δηλαδή, να έχει λύσει τα θέματά του, ώστε να μπορεί να αποδέχεται τον άλλον όπως είναι… Χμμμ! Εσύ είσαι cool σύντροφος;
Τα τελευταία αρκετά χρόνια έχω γίνει πάρα πολύ cool σύντροφος. Δεν ήμουν παλιά, όχι. Παλιά ήμουνα πολύ περίεργος. Τώρα, έχω κάνει πολύ δουλειά με τον εαυτό μου, έχω σκεφτεί, έχω αξιολογήσει καταστάσεις.
-Με ψυχολόγο εννοείς ή μόνος σου;
Μόνος μου. Κάνεις την αυτοκριτική σου.
-Σκέφτεσαι αρκετά δηλαδή;
Όλοι οι άνθρωποι σκέφτονται. Το θέμα είναι αν όλα αυτά που σκέφτονται τα εφαρμόζουν.
-Αυτό είναι το πιο δύσκολο.
Αυτό είναι το πιο δύσκολο, ναι. Το να σκεφτείς κάτι και να βλέπεις ότι είσαι λάθος και να προσπαθείς να δικαιολογηθείς στον άλλον από εγωισμό και μόνο, αυτό είναι λάθος εξ αρχής. Όταν σε κάτι έχεις τις ίδιες αντιδράσεις από πολλούς ανθρώπους ή όλοι αυτοί καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα σημαίνει ότι ή όλοι αυτοί κάνουν λάθος ή ότι εσύ είσαι λάθος. Άρα, όταν το συνειδητοποιήσεις αυτό το πράγματα, λες κάτι δεν πάει… Τι δεν πάει; Και το ψάχνεις. Και το διορθώνεις.
-Σε ένα ραντεβού θα μαγειρέψεις; Θα χρησιμοποιήσεις αυτό το “όπλο” σου;
Δεν θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνω.
-Εμπνέεσαι από τους ανθρώπους για τα πιάτα που θα φτιάξεις;
Φυσικά και εμπνέομαι. Και αυτό είναι κάτι που με χαρακτηρίζει, κάτι που με κάνει να ξεχωρίζω. Και για τους πελάτες μου, αλλά και για τους δικούς μου ανθρώπους που μαγειρεύω, τα πιάτα μου είναι customized!

 

Τι τέλειο! Τι φανταστικό! Τι πιάτο άραγε να ήμουν εγώ; Τι γεύση να έχω άραγε; Εκείνος σίγουρα είναι κάτι σε ζυμαρικό, μιας και είναι η ειδικότης του. Σύνθετα απλό. Μια μπουκιά που εξελίσσεται. Spaghetti. Μου μοιάζει αρκετά γήινο. Σταθερό. Συγκαταβατικό. Θα του βάλω μπόλικη παρμεζάνα. Βραχώδης και συμπαγής. Μου ταιριάζει με τη σοβαρότητα και τη στωικότητά του. Με την αυτοπειθαρχία του, τον ατσαλένιο αυτοέλεγχό του και την υπέρμετρη υπομονή του. Θα βάλω και λίγο βασιλικό. Για την απλότητά του, για τον πιπεράτο ρεαλισμό του και την αρωματική ευαισθησία του. Γιατί για μένα η πειθαρχία είναι πράσινη. Η ισχυρή θέληση και η δύναμη, κόκκινες. Θα βάλω και ντοματούλα. Κόκκινη και ζουμερή. Σαν το πάθος. Πάθος; Έχουμε πάθος;
“Το πάω βουρ και πέφτω με τα μούτρα, δεν ξέρω τι μου γίνεται;”
-Ναι.
Ε, δεν υπάρχει. Γενικά δεν μου αρέσει ούτε να πληγώνω, ούτε να πληγώνομαι, ούτε να έχω expectations…
-Άρα, γενικά και στα πάντα, προτιμάς να κινείσαι εκ του ασφαλούς -όσο περισσότερο γίνεται.
Ναι.
-Είσαι control freak;
Δεν είμαι control freak. Απλά προσέχω να μην κάνω βιαστικές κινήσεις χωρίς σκέψη. Εκτιμώ, προβλέπω και
πηγαίνω σιγά σιγά. Βλέποντας και κάνοντας. Αυτό σε προστατεύει από το να πληγωθείς, αν κάτι δεν είναι αυτό που νόμιζες στο τέλος.

The Big News… στο τέλος!
Όπως σου είπα και στην αρχή, σε λίγους μήνες, θα έχεις meeting point με τον αγαπημένο σου Σεφ. Στο καινούριο του εγχείρημα. Στο εστιατόριο που ετοιμάζει και σε περιμένει να σου μαγειρέψει, με το δικό του μοναδικό τρόπο. “Θα είναι ιταλική, δημιουργική κουζίνα με μεσογειακά στοιχεία”. Φυσικά. Το στοιχείο του.
-Ήθελες ανέκαθεν να κάνεις αυτό το βήμα;
Ποιος μάγειρας, ποιος σεφ δεν θέλει να έχει το δικό του εστιατόριο, να έχει τη δική του κουζίνα και να δίνει στον κόσμο αυτό που αυτός πιστεύει σαν φιλοσοφία και σαν γεύση; Όλοι. Κι ένας από αυτούς είμαι κι εγώ.

Νέα πρόκληση στον ορίζοντα, νέα αφορμή για δουλειά και δημιουργία. Δεν βλέπεις τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού. Ούτε τη χαρά ενός φιλόδοξου φιλοχρήματου. Μιλάει για το καινούριο του “παιδί” με προσήλωση και σοβαρότητα. Βλέπεις τη σιγουριά ενός αξιοθαύμαστου δουλευταρά που μόλις βρήκε πού θα διοχοτεύσει τη δημιουργική του ενέργεια. Βλέπεις την οξυμένη αυτοπεποίθηση ενός ανθρώπου, που μόλις βρήκε την πηγή της επόμενής του ζωής. Βλέπεις έναν ατρόμητο, αυτοδημιούργητο, σίγουρο για την αξία του άντρα που μόλις αποφάσισε
πώς θα περάσει το καλοκαίρι του.

Enjoy the ride, Chef!

 

 

Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Μακρής

Read More

And More