Κανένας γονιός δεν μένει ασυγκίνητος όταν το παιδί του βάζει τα κλάματα. Για κάποιους, είναι σαν να τους τρυπάει η καρδιά με καρφίτσα. Άλλοι νιώθουν αμέσως την ανάγκη να βρουν λύση: ένα μπισκότο, ένα “έλα, μην κάνεις έτσι“, μια αλλαγή θέματος – οτιδήποτε για να σταματήσει το δάκρυ. Υπάρχουν και οι στιγμές όπου, ας είμαστε ειλικρινείς, το τρίτο κλάμα της ημέρας συνοδεύεται από μια εσωτερική κραυγή: “Όχι πάλι!” Όσο κι αν μας δοκιμάζει, το παιδικό κλάμα δεν είναι εχθρός. Αντιθέτως, είναι μια φυσική και απαραίτητη διαδικασία που αποκαλύπτει κάτι πολύ πιο βαθύ από μια απλή αντίδραση. Είναι ο τρόπος του παιδιού να προσαρμοστεί, να ξεφορτώσει το βάρος και να συνδεθεί. Και σε αυτή τη διαδρομή, ο ρόλος των ενηλίκων είναι πιο καθοριστικός απ’ όσο φαντάζεται κανείς.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Το κλάμα δείχνει ότι κάτι αλλάζει εσωτερικά
Πίσω από κάθε “μα δεν μου το έδωσες!”, κάθε “δε θέλω να φύγουμε!”, και κάθε σπαρακτικό “θέλω τώρα!” κρύβεται κάτι βαθύτερο. Το παιδί δεν προσπαθεί απλώς να μας εκβιάσει συναισθηματικά (αν και, καμιά φορά, έτσι μοιάζει). Αντιμετωπίζει κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει – έναν περιορισμό, μια απώλεια, ένα όριο. Το κλάμα είναι η προσπάθεια του εγκεφάλου να επεξεργαστεί αυτή την πραγματικότητα. Και όσο πιο ειλικρινά το κάνει, τόσο πιο πολύ χτίζει μέσα του έναν μηχανισμό ανθεκτικότητας που θα το συνοδεύει σε όλη του τη ζωή.
Η ευαλωτότητα δεν είναι αδυναμία, είναι δύναμη σε εξέλιξη
Για να εκδηλώσει ένα παιδί τα συναισθήματά του με κλάμα, χρειάζεται να αισθάνεται ότι είναι ασφαλές. Ότι δε θα το ντροπιάσουν, δε θα το απορρίψουν, και δε θα το αφήσουν μόνο του να “ξεθυμάνει”. Η παρουσία ενός ενήλικα που μένει κοντά, χωρίς να σπεύδει να το σταματήσει ή να το “διορθώσει”, του δίνει χώρο. Χώρο να νιώσει, να ξεφορτώσει και τελικά να ηρεμήσει. Όταν του δείχνουμε ότι τα συναισθήματά του χωράνε δίπλα μας, του μαθαίνουμε κάτι βαθύτερο απ’ ό,τι λένε οι λέξεις: “Είσαι εντάξει όπως είσαι, ακόμα και όταν κλαις.”
Το παιδί δε θέλει λύση, θέλει σύνδεση
Το πιο συχνό λάθος που κάνουν οι ενήλικες είναι να βλέπουν το κλάμα σαν πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. “Τι να κάνω για να σταματήσει;” αναρωτιούνται. Κι όμως, το παιδί δε ψάχνει λύση, ψάχνει άνθρωπο. Κάποιον να το κοιτάξει στα μάτια και να του πει με την παρουσία του “είμαι εδώ“. Όταν προσπαθούμε να σώσουμε το παιδί από τη λύπη του, του αφαιρούμε τη δυνατότητα να την ξεπεράσει μόνο του – με τη στήριξή μας στο φόντο, όχι ως από μηχανής θεοί.
Όρια με αγάπη, όχι με ενοχή
Όταν ένα παιδί κλαίει μετά από ένα “όχι”, είναι εύκολο να λυγίσει ο ενήλικας. “Μήπως ήμουν αυστηρός;”, “μήπως να του το δώσω τελικά;”. Η πρόθεση είναι καλή – η ενοχή όμως δεν είναι οδηγός. Τα παιδιά χρειάζονται σαφήνεια και συνέπεια για να νιώσουν ασφάλεια. Όχι σκληρότητα, ούτε αδιαλλαξία. Ένα ήρεμο “όχι”, με αγκαλιά και κατανόηση, έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από ένα αμήχανο “ίσως” ή ένα “άντε καλά”. Μέσα από τα όρια μαθαίνουν ότι ο κόσμος δεν προσαρμόζεται πάντα στις επιθυμίες τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι μόνα.
Η εμπιστοσύνη κάνει τη διαφορά
Το παιδί δε χρειάζεται κάποιον να του πάρει τον πόνο, χρειάζεται κάποιον που να πιστεύει ότι μπορεί να τον αντέξει. Όταν ο ενήλικας δεν πανικοβάλλεται, δεν ενοχλείται και δεν εγκαταλείπει, στέλνει το ισχυρότερο μήνυμα: “Σε εμπιστεύομαι. Και είμαι εδώ όσο χρειαστεί.” Αυτή η αίσθηση σταθερότητας είναι το έδαφος όπου χτίζεται η εσωτερική δύναμη, η συναισθηματική ανθεκτικότητα και η εμπιστοσύνη στη ζωή.
Τα παιδικά δάκρυα δεν είναι εμπόδιο στην εξέλιξη. Είναι μέρος της. Δεν είναι σημάδι αποτυχίας, αλλά απόδειξη ότι το παιδί νιώθει αρκετά ασφαλές για να είναι αληθινό. Κάθε φορά που του δίνουμε χώρο να λυπάται, του μαθαίνουμε να προχωρά. Κι όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, μέσα από αυτά τα δάκρυα μεγαλώνουν και οι μεγάλοι, μαθαίνοντας ξανά πώς είναι να στέκεσαι δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον σώζεις, απλώς να τον κρατάς.
Κεντρική εικόνα και εικόνες άρθρου: iStock
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ