Μπίλιω Μαρνέλη στο TLIFE: Ο ρόλος στη «Σκοτεινή θάλασσα», το μπαλέτο και η εξέλιξη μέσα από τις συγκρούσεις

Γεννημένη στην Αθήνα, η Μπίλιω Μαρνέλη από πολύ μικρή μπήκε στον χώρο του χορού και του μπαλέτου και έμαθε να λειτουργεί με αυστηρούς κανόνες και “κουτάκια” από τα οποία ήρθε να τη βγάλει λίγα χρόνια αργότερα η ενασχόλησή της με την υποκριτική.

Τη φετινή σεζόν την είδαμε να πρωταγωνιστεί στην τηλεοπτική σειρά “Σκοτεινή θάλασσα” στην οποία υποδυόταν έναν πολύ αμφιλεγόμενο χαρακτήρα που όμως η ίδια αγάπησε. Στη συζήτηση που είχαμε για το TLIFE, η Μπίλιω μας μίλησε για το πως η ιδιότητα της χορεύτριας και της ηθοποιού συνυπάρχουν μέσα της και δημιουργούν ένα μοναδικό σύνολο, για τις συγκρούσεις μέσα από τις οποίες εξελίσσεται αλλά και τα επόμενα σχέδιά της.

Είχες πάντα αυτό που λέμε “καλλιτεχνικές ανησυχίες”;

Ναι, ασχολήθηκα άλλωστε από πολύ μικρή με το μπαλέτο. Πάντα με συνέπαιρνε οτιδήποτε είχε να κάνει με την τέχνη και το θέαμα .

Το να ασχοληθείς με το μπαλέτο, ήταν μια δική σου επιλογή;

Η αίσθηση που είχα πάντα ήταν ότι επρόκειτο για μια επιλογή των γονιών μου που στην πορεία αγάπησα πολύ. Ωστόσο, από κάποια παιδικά βίντεο που ανακάλυψα πρόσφατα, συνειδητοποίησα ότι από μόνη μου είχα την τάση να δημιουργώ πράγματα και να τα παρουσιάζω. Ήταν ένας τρόπος να μπορώ να ξεφεύγω από ότι με “βάραινε”. Το να “μεταμφιεστώ” και να παρουσιάσω κάτι ήταν για μένα ένας μηχανισμός άμυνας. Με βοηθούσε να ξεφύγω.

Το μπαλέτο όμως είναι κάτι που νομίζω απαιτεί και αρκετή πειθαρχία.

Το μπαλέτο απαιτεί πάρα πολλή πειθαρχία. Το φοβερό είναι πως ενώ αυτό  το κομμάτι με έχει ζορίσει αρκετά, ταυτόχρονα έχει και κάτι ονειρικό, ρομαντικό στα μάτια μου. Αν καταφέρεις να βρεις τη χαρά μέσα από την έκφραση και την κίνηση, και παράλληλα την ελευθερία μέσα από κάτι τόσο στιλιζαρισμένο, νομίζω είναι κάτι που δε μπορεί μετά να στο κλέψει κανείς. Ανατρέχεις σ’ αυτό ανά πάσα στιγμή ανεξάρτητα με το που βρίσκεσαι. Αυτό φυσικά, δε συμβαίνει μόνο στον χορό αλλά σε οποιαδήποτε μορφή κίνησης και έκφρασης.

Η πειθαρχία που απαιτεί το μπαλέτο είναι κάτι που υιοθέτησες και στην υπόλοιπη ζωή σου;

Νομίζω έχει ριζωθεί βαθιά μέσα μου σε έναν βαθμό και πιστεύω δε θα φύγει και ποτέ. Σε κάποια πράγματα είμαι πολύ αυστηρή με μένα. Ωστόσο, μεγαλώνοντας, αισθάνθηκα την ανάγκη να αποτινάξω το κομμάτι που με περιόριζε. Αυτή την ελευθερία βρήκα στο θέατρο. Και κάπως έτσι έγινε και η μετάβαση από κάτι στηλιζαρισμένο όπως το μπαλέτο όπου κυριαρχεί η άποψη ότι “έτσι πρέπει να είσαι” σε έναν χώρο που η ιδιαιτερότητα δεν είναι μειονέκτημα αλλά προσόν. Στον χορό – ειδικά όταν είσαι παιδί – δε θέλεις να είσαι ιδιαίτερος αλλά ίδιος με τους άλλους. Με το θέατρο κατάλαβα ότι οι ιδιαιτερότητες που πάντα πολεμούσα, μπορούν τελικά να με πάνε κάπου αλλού.

Πότε ήρθε το θέατρο στη ζωή σου;

Tελείωσα την Κρατική Σχολή Χορού ενώ παράλληλα σπούδασα και ψυχολογία μιας και πάντα με ενδιέφερε το ανθρωπολογικό κομμάτι. Σταδιακά, ως χορεύτρια, άρχισα να μπαίνω στον κύκλο του θεάτρου. Δε μπορώ να πω ότι ήταν κάτι που κηνύγησα εξ αρχής. Προέκυψε και στην πορεία άρχισα να το ψάχνω πιο πολύ. Είχα τη χαρά να συνεργαστώ με ανθρώπους που με ενέπνευσαν πολύ και που με εμπιστεύτηκαν παρά το γεγονός ότι προερχόμουν από έναν άλλο χώρο. Μπήκα μέσα σε αυτό με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού. Το να πιάσω κάτι από την αρχή με τους δικούς μου όρους πλέον, ήταν κάτι που με ερέθισε πολύ. Στον χορό, με έβαλαν οι γονείς μου από μικρή και έμαθα να είμαι καλή σε αυτό. Η υποκριτική, ήρθε μεν σαν προέκταση του χορού αλλά ήταν μια αποκλειστικά δική μου επιλογή.

Πόσα χρόνια ασχολείσαι με την υποκριτική;

Επισήμως 3-4. Η πρώτη μου αμιγώς θεατρική δουλειά, ήταν στο Θέατρο Πορεία, στον Γιούγκερμαν του Δημήτρη Τάρλοου. Μετά, προέκυψε μια δεύτερη δουλειά στην οποία σκηνοθέτης ήταν ο Γιάννης Νταλιάνης (ήμασταν μαζί στον θίασο του Γιούγκερμαν και υποδύεται τον Θεμιστοκλή στη σειρά} και αμέσως μετά ήρθε η “Σκοτεινή θάλασσα”.

Πως είναι από το θέατρο να βρίσκεσαι ξαφνικά στην τηλεόραση; Σε τι από τα δυο αισθάνεσαι πιο άνετα;

Η διαδικασία του θεάτρου θυμίζει πιο πολύ κάτι στο οποίο έχω μυηθεί. Υπάρχει η πρόβα, η προετοιμασία, η σύνδεση με την ομάδα, μαθαίνεις μέσα από τα λάθη που είσαι υποχρεωμένος να κάνεις για να προχωρήσεις και να πας παρακάτω. Όλα αυτά πάνω στα οποία δουλεύεις για δυο μήνες, δημιουργούν ένα ασφαλές πλαίσιο για να μπορέσεις μετέπειτα να εκτεθείς στο κοινό.

Στην τηλεόραση από την άλλη όλα βασίζονται σε αυτό που θα δημιουργηθεί τη στιγμή της λήψης, πράγμα που προκαλεί μια άλλου είδους αδρεναλίνη. Η έλλειψη προβών και χρόνου ώστε να προκύψουν οργανικά οι «σχέσεις» των ρόλων στην εκάστοτε σκηνή ήταν κάτι που αρχικά με άγχωνε. Το ξεπέρασα  γρήγορα  όμως χάρη στο σκηνοθέτης μας Γρηγόρη Καραντινάκη, αλλά και σε όλους τους ηθοποιούς που φρόντισαν να δημιουργηθεί μεταξύ μας ένα γόνιμο έδαφος επικοινωνίας και δημιουργικότητας, και που με έκαναν να  βιώσω την όλη διαδικασία πολύ όμορφα και λιγότερο δραματικά από αυτό που περίμενα.

Παρακολουθείς τον εαυτό σου στη σειρά;

Ναι, σε κάποια επεισόδια με μεγαλύτερη δυσκολία, σε άλλα πιο εύκολα. Είναι άβολο αλλά μέσω της παρατήρησης μαθαίνεις πάρα πολλά. Η δουλειά άλλωστε δεν τελειώνει ποτέ. Κάθε ρόλος είναι διαφορετικός και κάθε σχέση που δημιουργείται μέσα από αυτόν επίσης είναι διαφορετική. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στον παρτενέρ μου και στο τι μου δίνει ως ερέθισμα. Σκέφτομαι ότι δεν εκτίθεμαι ως Μπίλιω αλλά ως «Άννα» στην προκειμένη περίπτωση. Επίσης, δεν πιστεύω στις ταμπέλες καλών και κακών ηθοποιών γιατί πάντα το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι από τη σύμπραξη, την επικοινωνία δυο ατόμων στη δεδομένη χρονική στιγμή. Όταν το ανακάλυψα αυτό, ομολογώ ότι ένιωσα να φεύγει ένα βάρος από πάνω μου.

Η Άννα είναι ένας ιδιαίτερος ρόλος. Όταν διάβασες για πρώτη φορά το σενάριο, ποιες ήταν οι σκέψεις σου;

Χάρηκα πάρα πολύ όταν διάβασα τον ρόλο της Άννας ακριβώς γιατί είναι ρόλος αμφιλεγόμενος. Με γοήτευσε πολύ γιατί δεν είναι ξεκάθαρος. Η Άννα είναι ένας πολύπλευρος  χαρακτήρας που τον ανακαλύπτεις σταδιακά και πάντα παραμένει ένα κομμάτι της κρυφό. Η προσωπική αφήγηση απουσιάζει . Όλοι μιλάνε για την Άννα χωρίς να τη βλέπουμε ολοκληρωτικά. Ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί με ένα διαφορετικό κομμάτι της.  Η πρόκληση για εμένα ήταν οι πολλές και διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα της, για αυτό και επέλεξα να εστιάσω στα δυναμικά χαρακτηριστικά του ρόλου και όχι τόσο στα πιθανά «στερεοτυπικά» που αναδύονται.

Δικά σου κομμάτια βλέπεις σε εκείνη;

Σταδιακά ναι, μπορώ να πω ότι ανακάλυψα πολλά δικά μου κομμάτια στην Άννα. Τη θαυμάζω  στο πως επιλέγει να διαχειριστεί κάποιες καταστάσεις. Θα ήθελα να έχω τον δυναμισμό της, το ότι παίρνει το ρίσκο να «σπάσει» τις κοινωνικές νόρμες. Η Άννα έχει θράσος και  τσαμπουκά που συνοδεύεται ταυτόχρονα από ένα πολύ δυνατό μυαλό. Η φρεσκάδα, ο ενθουσιασμός  και η ανάγκη της να δει τι υπάρχει πίσω από την εκάστοτε σύμβαση και να βιώνει τα συναισθήματα στο έπακρο είναι στοιχεία που νομίζω ότι τα έχω κι εγώ.

Η Άννα είναι και αρκετά αντιδραστική όμως.

Είναι και είμαι και εγώ πολύ αντιδραστική. Χρησιμοποιώ τη σύγκρουση ως μέσο για να εξελιχθώ. Φέρνω τη σύγκρουση και σε κοινωνικά θέματα αλλά και στα διαπροσωπικά. Έχω την ανάγκη να συγκρούομαι με φίλους, με σχέσεις, με γονείς… Φυσικά παίζει ρόλο το πώς θα εκφραστείς μέσα στη σύγκρουση, δεν είναι απαραίτητο να τσακωθείς. Θεωρώ όμως πολύ σημαντικό να λες τα πράγματα όπως είναι, ευγενικά και χωρίς φόβο. Αυτό είναι κάτι που θαυμάζω στην Άννα, δεν φοβάται να πει αυτό που νιώθει και να υποστηρίξει την άποψή της.

Η σύγκρουση, όσο επίπονη κι αν είναι εκείνη τη στιγμή, τελικά σε πάει παρακάτω. Γίνονται τόσα πράγματα και τα βάζουμε κάτω από το χαλί. Αυτό δε θα έπρεπε να γίνεται. Φυσικά, δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί η σύγκρουση παντού και πάντα και στον βαθμό που θα επιφέρει  άμεσα την αλλαγή. Αρκεί όμως πολλές φορές να φυτρώσεις ένα σποράκι. Το θέμα είναι να είμαστε πρώτα ειλικρινείς με εμάς και εν συνεχεία με τους γύρω μας.

Η ανασφάλεια που έχει το επάγγελμα του ηθοποιού είναι κάτι που σε αγχώνει;

Πάρα πολύ αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας παράγοντας που με κινητοποιεί. Υπάρχει μια ανασφάλεια προσωπική που σκέφτεσαι τι αξίζεις και τι όχι αλλά υπάρχει και μια άλλη ανασφάλεια που έχει να κάνει με το τι έχεις να δώσεις στο επάγγελμα. Όλη αυτή η ανασφάλεια, σε μένα έχει πλέον μετουσιωθεί στη ανάγκη να συνδεθώ. Οπότε, αν αυτό το δεις ως ένα δημιουργικό παιχνίδι, η ανασφάλεια γίνεται κινητήριος δύναμη.

Είναι όμως και μια δουλειά στην οποία καλείσαι για αρκετό καιρό να συνυπάρξεις με κάποιους ανθρώπους με τους οποίους δημιουργείς αναγκαστικά κάποιες σχέσεις οι οποίες με το τέλος κάθε συνεργασίας διακόπτονται. Πόσο εύκολο είναι όλο αυτό;

Αυτή θεωρώ πως είναι και η μαγεία της δουλειάς. Έρχεσαι πολύ κοντά με ανθρώπους χωρίς να σε συνδέουν απαραίτητα πολλά και αυτές οι συναντήσεις θα σε ακολουθούν εφ΄όρου ζωής. Επειδή είμαι  άνθρωπος που συνεπαίρνεται  και επενδύει πραγματικά σε ότι κάνει, βλέπω ότι όσα ζεις σε κάθε συνεργασία τα κουβαλάς για πάντα μετά. Σκέφτεσαι στιγμές, εικόνες, ανατρέχεις σε αυτές και η επόμενη δουλειά θα έρθει να προσθέσει στις ήδη υπάρχουσες αποσκευές. Μου αρέσει από την κάθε δουλειά να «ρουφάω» ό,τι μπορώ. Φυσικά δεν είναι πάντα εύκολο ,αλλά όταν βρίσκεσαι με  ωραίους ανθρώπους είναι πραγματικά «δώρο».

Όταν άρχισαν να ακούγονται οι καταγγελίες για τον χώρο του θεάτρου, μπήκες σε δεύτερες σκέψεις μήπως ο χώρος αυτός τελικά δεν είναι για σένα;

Προσωπικά, θεωρώ ότι όλο αυτό που έγινε αφορά το σύστημα και όχι την τέχνη αυτή καθ’ αυτή. Όλες οι Τέχνες, στην προκειμένη το θέατρο, έχουν ένα τρομερό βάθος που κρατά στον χρόνο και  ο ρόλος τους είναι να κρίνουν τέτοιου είδους ζητήματα και να στέκονται στον αντίποδα. Όταν λοιπόν βλέπεις μέσα στον ίδιο χώρο να προκύπτουν τέτοια ζητήματα, θέλω να πιστεύω οτι οφείλεται στον τρόπο λειτουργίας τους και όχι στην ίδια την Τέχνη σαν έννοια. Όλο αυτό με απογοήτευσε και με στεναχώρησε. Το θέατρο όμως δεν είναι μόνο  η παράσταση που θα ανέβει ή η αμοιβή μας. Είναι ολόκληρες έννοιες, ολόκληρα μηνύματα. Κάθε μορφή τέχνης θα έπρεπε να λειτουργεί σαν φάρμακο που επουλώνει τραύματα και όχι να ανοίγει νέα.

Πόσο σε επηρεάζουν όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα που βλέπουμε καθημερινά να συμβαίνουν γύρω μας;

Πάρα πολύ. Φαντάζουν όλα πολύ δυσοίωνα και μάταια. Βλέπεις ανθρώπους που βομβαρδίζονται τα σπίτια τους και μένουν στο δρόμο εν μια νυκτί και λες, «εγώ τι κάνω;». Από τη μια είναι όλα τρομερά βαριά και από την άλλη λες «δεν πειράζει, θα βρω έναν τρόπο να  βοηθήσω έστω και εξ αποστάσεως». Μέσα από όλες αυτές τις δυσκολίες που καλείσαι να αντιμετωπίσεις στο πέρασμα του χρόνου, πρέπει να βρεις τον τρόπο για να επιβιώσεις και να προσφέρεις.

Πιστεύεις ότι σύστημα – έστω και με αργούς ρυθμούς – έχει αρχίσει να αλλάζει;

Νομίζω πως ναι. Έρχεται μια νέα γενιά που κάνει τα πάντα και αυτό ίσως είναι και το απότοκο μιας περιόδου πίεσης και αντιξοότητας. Είναι σαν ένα καζάνι που έβραζε τόσο καιρό, ξαφνικά να ξεχείλισε και οι ενορμήσεις εκτοξεύτηκαν. Στο χώρο της υποκριτικής γίνονται πάρα πολλά πράγματα. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που παίρνουν πρωτοβουλίες  και  προσφέρουν ακόμα και αφιλοκερδώς μέσα από το έργο τους ,με  πρωταρχικό μέλημα την προσφορά και την ευαισθητοποίηση.

Αυτή την περίοδο σε τι φάση σε βρίσκουμε;

Έχουν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα για την «Σκοτεινή θάλασσα» και βρίσκομαι σε πρόβες με την Κατερίνα Ευαγγελάτου για την όπερα «Ριγκολέττο» που θα ανέβει τον Ιούνιο στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Εκεί βρίσκομαι με την ιδιότητα της χορεύτριας.

Άρα κρατάς ακόμα την ιδιότητα της χορεύτριας.

Για να είμαι ειλικρινής θεωρώ ότι αυτή την περίοδο έχει μετατοπιστεί εγκεφαλικά το ενδιαφέρον μου σε ένα βαθμό. Αν και σωματικά είμαι  και θα είμαι πάντα ενεργή, έτσι όπως ήρθαν  τα πράγματα τελευταία έχω βουτήξει πιο βαθιά στο κομμάτι της υποκριτικής. Επιλέγω πάντως να λειτουργώ σύμφωνα με το πόσο με εμπνέουν οι άνθρωποι και όχι με το ρόλο που επιτελώ εγώ στην εκάστοτε δουλειά.

Είναι λοιπόν για μένα ευλογία να δουλεύω και σαν χορεύτρια όταν οι συνθήκες είναι αυτές κάτω από τις οποίες θέλω να δουλεύω και να συνεργάζομαι με σκηνοθέτες ή χορογράφους που έχουν να μου δώσουν κίνητρα και ερεθίσματα. Άλλωστε, από ένα σημείο και έπειτα, παύω να διαχωρίζω τον χορό από την υποκριτική. Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Αυτό που ιδανικά θα ήθελα είναι να ξεφύγω από την ταμπέλα της ηθοποιού ή της χορεύτριας και να λειτουργούν σε μένα ως  ενιαία ταυτότητα.

Η τηλεόραση είναι κάτι που θα σε ενδιέφερε να δοκιμάσει ξανά;

Ναι είναι κάτι που θα με ενδιέφερε αρκετά, όπως  με ενδιαφέρουν και οι άνθρωποι με τους οποίους θα κληθώ να συνεργαστώ. Βέβαια, δεν πιστεύω ότι ταιριάζουμε όλοι σε όλα και αυτό δεν το λέω με καμία επικριτική διάθεση. Ο καθένας βρίσκει τον δρόμο του και αυτό που είναι να έρθει, θα έρθει την ώρα που πρέπει. Προσπαθώ να έχω πίστη σε αυτό και να  μην αφήνω  τον παρορμητισμό μου να με επηρεάζει. Αυτό το επάγγελμα άλλωστε θέλει στωικότητα και να είσαι συγκεντρωμένος στο τι κάνεις εσύ και όχι στο τι κάνουν οι άλλοι.

Στην καθημερινότητά σου, με τι σου αρέσει να ασχολείσαι;

Λατρεύω να κάνω βόλτες, μπορώ να περπατάω για ώρες μέσα στην πόλη. Ιδανικά θέλω να υπάρχει ένα κομμάτι προγράμματος αλλά απολαμβάνω εξίσου και το αναπάντεχο. Μου αρέσει να διαβάζω, προσπαθώ κάθε μέρα να διαβάζω κάτι γιατί με πιάνει ο ψυχαναγκασμός του να νιώθω εγκεφαλικά ζωντανή! Προσπαθώ επίσης να επιδιώκω καθημερινά  συναντήσεις με πρόσωπα και καταστάσεις που με βοηθούν να διατηρώ την αισιοδοξία μου.

H “Σκοτεινή θάλασσα” επιστρέφει με τα τέσσερα τελευταία επεισόδια από τη Δευτέρα 2 Μαϊου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 23.20

Φωτογραφίες: Πέτρος Χόντος

Read More

And More