Συγκινεί ο ηθοποιός Δαυίδ Μελτέζε: «Ξυπνάω και κοιμάμαι αναζητώντας αν οι συγγενείς μου στο Κίεβο είναι καλά»

Για την αγωνία του για την τύχη των συγγενών του που ζουν στο Κίεβο μίλησε ο ηθοποιός Δαυίδ Μελτέζε στην κάμερα της εκπομπής “Mega Καλημέρα”.

Ο Δαυίδ Μελτέζε, με καταγωγή από τη Γεωργία, που αυτή την περίοδο συμμετέχει στη θεατρική παράσταση “Mistero Buffo” και πρόκειται να εισβάλλει και στην τηλεοπτική σειρά “Σκοτεινή θάλασσα”, μίλησε για τους πολέμους που έζησε στη χώρα του και περιέγραψε τις στιγμές αγωνίας που βιώνει για την τύχη των συγγενών του που είναι στο Κίεβο.

«Έζησα στη Γεωργία μέχρι τα 21 μου. Η μητέρα μου έχει ουκρανικές ρίζες, ο πατέρας μου είναι Γεωργιανός. Προσωπικά δυστυχώς έζησα τρεις πολέμους στη Γεωργία. Έναν εμφύλιο την Τυφλίδα, και δυο πολέμους στην Νότια Οσετία και την Αμπχαζία που ήμουν φαντάρος, από το 93 μέχρι το 86. Ήμουν τυχερός γιατί δεν έζησα το να ζήσω να πολεμήσω και να με πολεμήσουν, ευτυχώς. Τα είδα όμως όλα από κοντά.

Στην Ουκρανία έχω συγγενείς από την πλευρά της μητέρας μου. Δυστυχώς τα πράγματα εκεί είναι κάθε μέρα και πιο δύσκολα. Κρύβονται στα καταφύγια, στο μετρό, τη νύχτα δε μπορούν να κυκλοφορήσουν γιατί βομβαρδίζεται η πόλη. Τα πάντα έχουν μεταφερθεί στα υπόγεια, νοσοκομεία, κλινικές, μαιευτήρια, μέχρι και σχολεία. Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη. Όλα είναι περιορισμένα. Έχουν τα απαραίτητα για να βιώσει κανείς. Νερό και φαγητό αλλά πολύ περιορισμένα. Αλεύρι, λίγη ζάχαρη για να πιουν ζεστό τσάι. Τέτοια πράγματα.

Οι συγγενείς μου στο Κίεβο δε μπορούν να φύγουν γιατί τα σύνορα της Πολωνίας όπου πρέπει να φτάσουν για να έρθουν μετά στην Ελλάδα είναι πολύ μακριά. Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς σε οποιονδήποτε δρόμο αν δεν έχει συμφωνηθεί από τις δυο πλευρές ότι δε θα βομβαρδιστεί. Η μέρα μου ξεκινάει και τελειώνει με την αναζήτηση αν είναι καλά, αν είναι ζωντανοί. Διαβάζω συνεχώς ειδήσεις για να βλέπω από όλες τις πλευρές τι συμβαίνει και πως εξελίσσονται τα πράγματα» εξομολογήθηκε ο Δαυίδ Μελτέζε.

Όσο για την απόφαση της οικογένειάς του να έρθουν στην Ελλάδα είπε: «Στην Ελλάδα ήρθαμε το ’96, ήμουν 21. Η απόφαση ήταν απλή, έπρεπε να επιβιώσουμε και ήταν πολύ δύσκολο να πάμε οπουδήποτε αλλού. Εγώ ήμουν τυχερός γιατί γεννήθηκα λευκός, και δεν βίωσα ρατσισμό παρά μόνο σε μικρές εξαιρέσεις».

Read More

And More